Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

15 Ιουλίου 2010

Στάση πληρωμών-μία απάντηση στον "Ριζοσπάστη"

Στάση πληρωμών: μία απάντηση στον Ριζοσπάστη, του Δημήτρη Καζάκη


Στον Ριζοσπάστη της 26ης Μαΐου εμφανίστηκαν δυο σχόλια σχετικά με την πρόταση για την άρνηση της πληρωμής του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, την οποία ταυτίζουν με την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και έτσι αποφαίνεται ο ανώνυμος αρθρογράφος της εφημερίδας ότι «όσο κι αν καμώνονται και οι μεν και οι δε, ότι οι προτάσεις τους αποτελούν το αντίδοτο στην κρίση, η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Του Δημήτρη Καζάκη, από το http://www.stopcartel.info/

Καμία από τις δύο απόψεις δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική κρίση, γιατί καμία από τις δύο δεν συγκρούεται με την πηγή της κρίσης, δηλαδή το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που σαπίζει.
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η ευκολία με την οποία η πρόταση για άρνηση της πληρωμής του χρέους και έξοδο από το ευρώ ταυτίζεται με μια φιλομονοπωλιακή ανάπτυξη. «Έτσι, προβάλλει ως λύση η έξοδος από την ΕΕ και την ευρωζώνη, η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμησή της. Παράλληλα, μιλούν για έλεγχο της καπιταλιστικής αγοράς - λες και μπορεί να χαλιναγωγηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου στον καπιταλισμό - ως αντίδοτο στην κρίση, για να μην πληρώσει - δήθεν - ο λαός και προτείνουν κρατικό έλεγχο στις τράπεζες, κανόνες στο κεφάλαιο και στην καπιταλιστική αγορά, χρηματοδότηση της βιομηχανίας κλπ.», υποστηρίζει ο ανώνυμος αρθρογράφος του Ριζοσπάστη.
Στον Κυριακάτικο Ριζοσπάστη της ίδιας εβδομάδας ο Μάκης Παπαδόπουλος επιχειρεί να δώσει «θεωρητική» χροιά στην κριτική της πρότασης , που πάλι την ταυτίζει με την αναδιαπραγμάτευση του χρέους και ισχυρίζεται εξίσου αυθαίρετα ότι «η συγκεκριμένη πρόταση αφήνει στο απυρόβλητο την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μονοπωλιακών ομίλων και τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ. Παρά τις αντικαπιταλιστικές κορόνες με τις οποίες επενδύεται από ορισμένους αρθρογράφους, στην πράξη οδηγεί στη διαπραγμάτευση του χρόνου και του τρόπου που θα πληρώσει ξανά η εργατική τάξη για να τονωθεί ο ρυθμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και μοχλό τις κρατικές επενδύσεις, για να συνεχιστούν οι θυσίες των εργαζομένων στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Προτείνει διαφορετική ιεράρχηση στις συμμαχίες της άρχουσας τάξης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και καλεί το λαϊκό κίνημα να στηρίξει αυτή την επιλογή.» Από πού προκύπτουν όλα αυτά, μόνο ο εν λόγω αρθρογράφος το ξέρει.
Γιατί τσουβαλιάζουν ανόμοια αιτήματα;
Οι συγκεκριμένοι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη επιλέγουν να τσουβαλιάσουν ριζικά διαφορετικά πράγματα. Εκτός κι αν δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι άλλο πράγμα να ζητάς αναδιαπραγμάτευση και άλλο να αρνείσαι το σύνολο του χρέους. Γιατί λοιπόν τσουβαλιάζουν την αναδιαπραγμάτευση του χρέους που προτείνει ο Τσίπρας ή ο Αλαβάνος και μάλιστα χωρίς να αποδέχονται την έξοδο από το ευρώ, με την πρόταση για άρνηση της πληρωμής του χρέους με ταυτόχρονη έξοδο από το ευρώ, όπως προτείνουν π.χ. οι «αριστεροί οικονομολόγοι»; Είναι μήπως ταυτόσημες προτάσεις; Δεν γνωρίζουν ότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικά πράγματα, τόσο ως προς την ουσία τους, όσο και ως προς τις πολιτικές που προτείνουν για την έξοδο από την κρίση; Ή μήπως το μόνο που ήθελαν να φτιάξουν ήταν μια καρικατούρα της άποψης και έτσι να την απορρίψουν χωρίς πολλά-πολλά; Τι άλλο όμως αποδεικνύει αυτό εκτός από ένδεια επιχειρημάτων και αδυναμία απάντησης επί της ουσίας;
Από πού προκύπτει ότι η άρνηση της πληρωμής του χρέους και η έξοδος από το ευρώ μαζί με τις εθνικοποιήσεις και τα άλλα μέτρα πολιτικής χτυπήματος της ασυδοσίας του μεγάλου κεφαλαίου που προτείνονται «κινούνται μέσα στα πλαίσια διαχείρισης του καπιταλισμού»; Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε γιατί η κυβέρνηση και οι δυνάμεις του κεφαλαίου δεν την υιοθετούν σαν πρόταση; Γιατί η κυβέρνηση και το πολιτικό προσωπικό των μονοπωλίων έχουν κηρύξει πόλεμο στην συγκεκριμένη πρόταση, επιχειρώντας να την ταυτίσουν με την πτώχευση και την καταστροφή της Ελλάδας; Μήπως δεν γνωρίζουν το συμφέρον τους; Ή μήπως υπάρχουν «προτάσεις διαχείρισης του καπιταλισμού» που τις πολεμά το ίδιο το κεφάλαιο; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε δεν είναι επαρκής απόδειξη ότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν χωρά στη «διαχείριση του καπιταλισμού»;
Από πότε το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν οφείλει να έχει άμεσες προτάσεις με σκοπό να χαλιναγωγηθεί το κεφάλαιο ακόμη και μέσα στα γενικά πλαίσια του καπιταλισμού; Από πού προκύπτει ότι με τον αγώνα της η εργατική τάξη δεν μπορεί να επιβάλει ακόμη και πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού μέτρα και κανόνες ενάντια στο κεφάλαιο; Τι άλλο επεδίωκε με την πάλη του δυο αιώνες τώρα το εργατικό κίνημα; Κι αν, παρ’ ελπίδα, πιστέψει σήμερα η εργατική τάξη ότι δεν μπορεί με την πάλη της να χαλιναγωγήσει το κεφάλαιο, τότε γιατί να πιστέψει ότι έχει ελπίδες να αποκρούσει την επίθεση που της γίνεται, ή ότι μπορεί να καλυτερέψει την μοίρα της με τον αγώνα της; Όσο στενεύει κανείς τον ορίζοντα της πάλης και των αιτημάτων της εργατική τάξης, τόσο την καταδικάζει στο περιθώριο της πολιτικής και της ταξικής πάλης, τόσο την καταδικάζει σε εκδηλώσεις απόγνωσης, γενικής διαμαρτυρίας και σε μάχες για την τιμή των όπλων. Αυτό χρειάζεται σήμερα η εργατική τάξη;
Τι εννοεί ο ΜΠ όταν ισχυρίζεται ότι «η μαχητική προβολή του ριζοσπαστικού πλαισίου πάλης που προτείνουμε (π.χ., πλήρης σταθερή εργασία με 35ωρο - 5ήμερο - 7ωρο, φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου με 45%, κατάργηση στρατιωτικών εξοπλισμών για ανάγκες του ΝΑΤΟ, κλπ.) αποτελεί όρο για να μη νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση σαν αναγκαία η κυβερνητική πολιτική.» Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ως αντιμονοπωλιακή πολιτική η πάλη για πλήρη σταθερή εργασία, φορολογία του κεφαλαίου, κατάργηση εξοπλισμών του ΝΑΤΟ, κλπ., αλλά η πάλη για άρνηση του χρέους, έξοδο από το ευρώ, εθνικοποιήσεις τραπεζών, παλιών ΔΕΚΟ και υποδομών, κοκ, να θεωρείται φιλομονοπωλιακή; Πώς είναι δυνατόν κλασσικά τρεϊντγιουνίστικα αιτήματα από τον 19ο αιώνα για μισθούς, εργασία, φορολογία και δαπάνες να θεωρούνται αντιμονοπωλιακή πολιτική και μάλιστα «ριζοσπαστικό πλαίσιο πάλης», αλλά το χτύπημα της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, ακόμη και πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού, να θεωρείται φιλομονοπωλιακή πολιτική;
Γιατί υποβαθμίζεται το ζήτημα του δημόσιου χρέους;
Οι ανώνυμοι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη προσπερνούν με μεγάλη ευκολία το πρόβλημα του χρέους, σαν να μην υφίσταται, ή τέλος πάντων σαν να μην είναι άξιο λόγου. Ενώ ο ΜΠ μιλά για το «φόβητρο της χρεωκοπίας», λες και η διαδικασία πτώχευσης της χώρας είναι τρικ ή μπλόφα του συστήματος, καταλήγοντας σ’ ένα εντελώς ακατανόητο συλλογισμό: «Εμφανίζει [η πρόταση] σαν κεντρικό ζήτημα το ύψος του δημόσιου χρέους, απομονωμένο απ' τον ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης, τους παράγοντες που διαμορφώνουν την ανισόμετρη θέση μιας οικονομίας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και την αιτία της καπιταλιστικής κρίσης».
Αλήθεια, δεν είναι κεντρικό ζήτημα το δημόσιο χρέος; Δεν οφείλει η εργατική τάξη να απαντήσει πολύ συγκεκριμένα σ’ αυτό; Ή πρέπει να ασχοληθεί με άλλα ώστε να αφήσει την «τρόικα» και την κυβέρνηση να προετοιμάσουν με την ησυχία τους την επίσημη πτώχευση της χώρας; Εκτός κι αν επαναστατική πολιτική είναι να καλούμε τον κόσμο κατόπιν εορτής για να αποκρούσει αυτό που έχει ήδη επιβάλλει το κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι.
Με ποιον βασικό μοχλό επιχειρείται σήμερα η πρωτοφανής επίθεση στην εργατική τάξη και στον υπόλοιπο λαό; Δεν είναι το δημόσιο χρέος αυτός ο βασικός μοχλός; Τι είναι εκείνο που συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο σήμερα την κρίση, το σάπισμα και την ολοκληρωτική χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού; Δεν είναι το δημόσιο χρέος η πιο παρασιτική, εικονική μορφή κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης; Δεν είναι το δημόσιο χρέος σήμερα που επιτρέπει ακόμη και στον πιο πολιτικά καθυστερημένο εργάτη να καταλάβει άμεσα και πρακτικά όχι μόνο την εκμεταλλευτική φύση του συστήματος, αλλά και τον ιμπεριαλιστικά εξαρτημένο χαρακτήρα του που επιβάλει και την αναπόφευκτη χρεοκοπία του; Πόσες δεκαετίες προσπαθούσαν αριστεροί, κομμουνιστές, μαρξιστές να πείσουν τους εργάτες για την επικείμενη χρεοκοπία του καπιταλισμού με θεωρητικά και πολιτικά επιχειρήματα; Και τώρα μπροστά στα μάτια όλων το σύστημα χρεοκοπεί με τόσο επιδεικτικό τρόπο που αναγκάζει ακόμη και τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης να το παραδεχτούν. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ορισμένοι σήμερα που αντιμετωπίζουν την χρεοκοπία ως μπλόφα (κατά το γνωστό απόφθεγμα του Τσίπρα, «η χρεοκοπία είναι παραμύθι δίχως δράκο») και κάποιοι άλλοι που σνομπάρουν ως κάτι δευτερεύον το δημόσιο χρέος επειδή, δήθεν, απομονώνει «από τον ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης».
Τι το κοινό έχουν οι δυο φαινομενικά διαφορετικές τοποθετήσεις; Και οι δυο αντιλαμβάνονται τον σύγχρονο καπιταλισμό και μάλιστα τον ελληνικό, με ικανότητες και δυναμισμό που δεν διαθέτει. Τρέφουν τέτοια εμπιστοσύνη στο σύστημα που ούτε τους περνά από το μυαλό ότι όντως χρεωκοπεί στην πράξη κι όχι μόνο στα λόγια και στις θεωρίες, ότι η κρίση του έχει τόσο βαθιά δομικά χαρακτηριστικά που δεν του επιτρέπουν εύκολα να βρει διέξοδο. Γιατί αν νομίζει κανείς ότι με αυτές τις πολιτικές της άγριας λιτότητας, της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και γενικά της επίθεσης στην εργατική τάξη, το κεφάλαιο έχει εξασφαλίσει την ανασυγκρότησή του και την έξοδο από την κρίση του συστήματος, τότε λυπούμαστε πολύ αλλά αυταπατάται οικτρά.
Επιπλέον, όποιος αρνείται να δει το δημόσιο χρέος ως κεντρική αναφορά της κρίσης, τότε αρνείται να αντιληφθεί το ταξικό περιεχόμενό του, λες και πρόκειται απλά για μια δημοσιονομική ανωμαλία του κράτους. Αρνείται να αντιληφθεί ότι το δημόσιο χρέος αποτελεί βασικό μοχλό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, του λαού και ολόκληρης της χώρας από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Στις μέρες μας ειδικά αντιπροσωπεύει, μαζί με το ιδιωτικό χρέος, την κυρίαρχη μορφή συσσώρευσης και αξιοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου διεθνώς. Η υπερχρέωση και η αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου δανεισμού δεν συνιστά απλά ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα για την άρχουσα τάξη και το κράτος της, αλλά υποδηλώνει και την βαθύτερη αδυναμία του συστήματος να ανασυνταχθεί και να ανασυγκροτηθεί με όρους κεφαλαίου. Υποδηλώνει την αδυναμία ολόκληρου του συστήματος να αναπτυχθεί και να αναπαραχθεί με τον τρόπο που το έκανε μέχρι χθες. Η αδυναμία αυτή της άρχουσας τάξης της χώρας φαίνεται και από το γεγονός ότι παραδίδει τις τύχες της, αλλά και του συστήματός της, στα διεθνή όργανα του χρηματιστικού κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Αυτό το νόημα έχει το καθεστώς της νέας κατοχής.
Έτσι σπρώχνει αντικειμενικά τις πολύ πλατιές μάζες όχι απλά στην κοινωνική διαμαρτυρία, στην οποία εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, αλλά στο να αρχίζουν σιγά-σιγά να συνειδητοποιούν την ανάγκη ότι χρειάζεται να ξεμπερδέψουν μια και καλή με το ίδιο το σύστημα. Ότι χρειάζεται να τα βάλουν με ολόκληρο το σύστημα και μάλιστα όχι μόνο με το ντόπιο, αλλά και με το διεθνές. Αυτό αντιπροσωπεύει το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους και της εξόδου από το ευρώ. Έτσι το αντιλαμβάνονται και οι μάζες, σαν να τα βάζεις με την καρδιά του σύγχρονου καπιταλισμού, με το σύστημα κυριαρχίας της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας. Κι έτσι είναι. Γι’ αυτό και σε ρωτάνε: «τι θα πάθουμε άμα σταματήσουμε να πληρώνουμε το χρέος;». Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η άρνηση της πληρωμής του χρέους μαζί με την έξοδο από το ευρώ θα σημάνει όχι απλά τη σύγκρουση με την άλφα ή την βήτα πολιτική του κεφαλαίου, αλλά την αναμέτρηση με τον σκληρό πυρήνα του συστήματος, τις ίδιες τις αγορές και τους οργανισμούς τους.
Αυτός είναι κι ο λόγος που στις μάζες υπάρχουν ακόμη διάφορες φοβίες, δισταγμοί, αμφιβολίες για το αν μπορούμε να τα καταφέρουμε έχοντας απέναντί μας ολόκληρο το διεθνές σύστημα του κεφαλαίου. Μόνο που η ίδια η πορεία της κρίσης και της χρεοκοπίας, μαζί με τη συστηματική ανάλυση της πρότασης στην ουσία της, θα τις πείσουν όχι μόνο ότι μπορούν να το κάνουν, αλλά και ότι οφείλουν να το κάνουν. Διαφορετικά δεν υπάρχει σωτηρία ούτε γι’ αυτές, ούτε για τη χώρα.
Επομένως όλες αυτές οι «θεωρίες» που αντιμετωπίζουν το δημόσιο χρέος σαν κάτι δευτερεύον, που αντιλαμβάνονται τις πολιτικές ως κάτι το «προαποφασισμένο» από την άρχουσα τάξη, λες και η κρίση ήταν ή είναι «προαποφασισμένη», που μιλάνε για χρεοκοπία μπλόφα ή «φόβητρο» του συστήματος, που μιλούν γενικά για καπιταλισμό, αντί να μιλούν ειδικά για το πώς πρέπει να τον υπερβούμε σήμερα με όρους μαζών, φανερώνουν αμηχανία και τρόμο μπροστά στα καθήκοντα. Είναι πολύ πιο εύκολο σε μια εποχή που ωριμάζει όλο και περισσότερο η κοινωνική έκρηξη, να μιλά κανείς ενάντια στον καπιταλισμό γενικά, παρά να απαντά συγκεκριμένα στα προβλήματα που θέτει η χρεοκοπία του συστήματος μπροστά στις μάζες. Μόνο που όλα αυτά δεν συνθέτουν τίποτε άλλο εκτός από μια απολογητική των κυρίαρχων πολιτικών, όπως κι αν τα μασκαρέψει κανείς.
Είναι καινούργιο ζήτημα για το εργατικό κίνημα;
Όμως, για κάποιον που γνωρίζει την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, κάνει ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση η προσπάθεια να καταγγελθεί η άρνηση της πληρωμής και η έξοδος από το ευρώ με όλα τα συνοδευτικά μέτρα που προτείνονται, ως πρόταση «διαχειριστική του συστήματος»; Δεν γνωρίζουν οι ανώνυμοι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, αλλά και ο ΜΠ, ότι οι προτάσεις αυτές δεν είναι καινούργιες, αλλά συνυφασμένες με το εργατικό κίνημα, με τις προτάσεις και τη δράση των κομμουνιστών από την εποχή της Λίγκας των Κομμουνιστών;
Για πρώτη φορά η άρνηση της πληρωμής των κρατικών χρεών εμφανίστηκε ως εργατικό αίτημα την εποχή των δημοκρατικών επαναστάσεων του 1848 στη Γαλλία και αλλού. Ήταν το αίτημα του Γαλλικού προλεταριάτου που υπερασπίστηκε ο Κ. Μαρξ στους Ταξικούς Αγώνες στην Γαλλία, όπου ανέλυσε και την ταξική φύση του κρατικού χρέους. Επιχειρώντας ο Κ. Μαρξ εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής της Λίγκας των Κομμουνιστών, να συνοψίσει το 1850 την εμπειρία των δημοκρατικών επαναστάσεων, συνέταξε μαζί με τον Ένγκελς μια εισήγηση προς τους κομμουνιστές συντρόφους του. Σ’ αυτήν επισημαίνει τα εξής:
«Είδαμε πώς οι δημοκράτες θα έρθουν στην εξουσία με το επόμενο κίνημα, πώς θα αναγκαστούν να προτείνουν λιγότερο ή περισσότερο σοσιαλιστικά μέτρα. Θα ρωτήσει κανείς τι μέτρα οι εργάτες θα πρέπει να προτείνουν με τη σειρά τους. Στην αρχή του κινήματος, φυσικά, οι εργάτες δεν θα μπορούν ακόμη να προτείνουν απευθείας κομμουνιστικά μέτρα. Όμως, μπορούν:
1.Να εξαναγκάσουν τους δημοκράτες να παρέμβουν σε όσο το δυνατό περισσότερες σφαίρες από την μέχρι σήμερα υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, έτσι ώστε να διαταράξουν την ομαλή πορεία της και να συμφωνήσουν επίσης με την συγκέντρωση όλο και μεγαλύτερων παραγωγικών δυνάμεων, μέσων μεταφοράς, εργοστασίων, σιδηροδρόμων, κλπ., στα χέρια του κράτους.
2.Θα πρέπει να οδηγήσουν τις προτάσεις των δημοκρατών, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση δεν θα δράσουν με επαναστατικό, αλλά με τυπικά ρεφορμιστικό τρόπο, στα άκρα και να τις μεταμορφώσουν σε απευθείας επίθεση στην ατομική ιδιοκτησία. Έτσι, για παράδειγμα, αν ο μικροαστός προτείνει την εξαγορά των σιδηροδρόμων και των εργοστασίων, οι εργάτες θα πρέπει να απαιτήσουν ότι αυτοί οι σιδηρόδρομοι και τα εργοστάσια θα πρέπει να κατασχεθούν από το κράτος δίχως αποζημίωση μιας και αποτελούν ιδιοκτησία των αντιδραστικών. Αν οι δημοκράτες προτείνουν αναλογική φορολογία, οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν προοδευτική φορολογία. Αν οι δημοκράτες από μόνοι τους προωθήσουν μετριοπαθείς προοδευτικούς φόρους, οι εργάτες πρέπει να επιμείνουν σε φόρους με κλίμακες που ανεβαίνουν τόσο απότομα ώστε το μεγάλο κεφάλαιο να καταστραφεί από αυτές. Αν οι δημοκράτες ζητούν την ρύθμιση των κρατικών χρεών, οι εργάτες πρέπει να απαιτήσουν την κρατική χρεωκοπία. Έτσι, τα αιτήματα των εργατών πρέπει παντού να καθορίζονται από τις παραχωρήσεις και τα μέτρα των δημοκρατών».
Τι εννοεί εδώ με τον όρο κρατική χρεοκοπία ο Κ. Μαρξ; Προφανώς την μονομερή παύση πληρωμών και διαγραφή των κρατικών χρεών. Κι αυτό όχι από μια μελλοντική προλεταριακή εξουσία, αλλά σαν εργατικό αίτημα προς την αστική ή μικροαστική δημοκρατία. Από τότε η άρνηση της πληρωμής των κρατικών χρεών πολιτογραφήθηκε ως ένα από τα κλασσικά δημοκρατικά αιτήματα της εργατικής τάξης. Έτσι το ενσωμάτωσαν στα προγράμματά τους όλα τα μαρξιστικά εργατικά κόμματα από την εποχή της Λίγκας των κομμουνιστών έως την εποχή του Λένιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Ήταν μήπως ρεφορμιστής ο Μαρξ; Μήπως έκανε προτάσεις που ήταν «διαχειριστικές του συστήματος»; Τι γνώριζε ο Μαρξ που αγνοούν οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη; Γνώριζε πολύ καλά ότι η πάλη της εργατικής τάξης μπορεί να βάλει χαλινάρια στο κεφάλαιο, μπορεί να υπονομεύσει το σύστημα ακόμη και μέσα στα πλαίσια μιας αστικής ή μικροαστικής δημοκρατίας. Αρκεί να παλεύει για να επιβάλει όλα εκείνα που απορρίπτουν σήμερα εκ προοιμίου οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη. Μπορεί η άποψη των ανωνύμων αρθρογράφων και του ΜΠ να είναι αντικαπιταλιστική, αλλά σίγουρα δεν είναι εργατική, ούτε Μαρξιστική.
Τι έγινε στ’ αλήθεια με τους μπολσεβίκους;
Για να δούμε αν είναι Λενινιστική. Ο ΜΠ φαίνεται να έχει θυμώσει που όλοι εμείς οι οπαδοί της «διαχείρισης του συστήματος» τολμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Λένιν και των μπολσεβίκων: «Όταν όμως φτάνουν να παραλληλίσουν την πρότασή τους με την άρνηση των μπολσεβίκων να πληρώσουν τα τσαρικά δάνεια, αποκαλύπτονται. Ξεχνούν μια μικρή λεπτομέρεια: Ποια τάξη έχει κάθε φορά την εξουσία και διαπραγματεύεται το ύψος του χρέους. Δεν ξεχνούν τυχαία αλλά συνειδητά, γιατί σε τελευταία ανάλυση θέλουν να στοιχηθεί το λαϊκό κίνημα «κάτω από ξένη σημαία». Το ΚΚΕ δε θα τους κάνει τη χάρη. Αναδεικνύει σταθερά και ανυποχώρητα τον πραγματικό αντίπαλο με τον οποίο πρέπει να αναμετρηθεί το λαϊκό κίνημα: Την εξουσία των μονοπωλίων».
Μάλλον εδώ αποκαλύπτεται ο ίδιος ο ΜΠ, πρώτον, διότι δεν γνωρίζει, ως όφειλε, το παράδειγμα που αναφέρει και, δεύτερον, γιατί εξάγει πάλι συμπεράσματα από το πουθενά. Ποιος σας είπε αγαπητέ ΜΠ ότι όταν κάνουμε αυτή την πρόταση, δεν την κάνουμε με σκοπό να ανοίξει ο δρόμος προς την εξουσία της εργατικής τάξης; Από πού συνάγεται το συμπέρασμα ότι θέλουμε το λαϊκό κίνημα «κάτω από ξένη σημαία»; Πώς είναι δυνατόν όταν ζητάς από την εργατική τάξη να ενώσει το λαό και να ηγηθεί της σωτηρίας της χώρας απαιτώντας την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, να σημαίνει ότι έχεις στο μυαλό σου κάτι άλλο εκτός από το να ανοίξει ο δρόμος για την εργατική εξουσία; Αλλά ακόμη κι έτσι να είναι, δηλαδή να έχουμε άλλους σκοπούς, είναι ποτέ δυνατόν όταν παλεύεις για την ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ηγέτιδα δύναμη του λαού και του έθνους να μην τίθεται εκ των πραγμάτων, αντικειμενικά, θέμα πολιτικής εξουσίας;
Αλήθεια, ποιον αντίπαλο αναδεικνύει το αίτημα για άρνηση της πληρωμής του χρέους και έξοδο από το ευρώ, αν όχι την εξουσία των μονοπωλίων; Εκτός κι αν οι σύγχρονες τράπεζες, τα επενδυτικά κεφάλαια διεθνώς μαζί με το ΔΝΤ, την ΕΕ, κοκ, δεν αντιπροσωπεύουν την εξουσία των μονοπωλίων και μάλιστα στην πιο ολοκληρωμένη της μορφή.
Όσο για τον Λένιν και τους μπολσεβίκους θα έπρεπε ο ΜΠ να γνωρίζει ότι το αίτημα της διαγραφής των τσαρικών χρεών δεν ήταν κάτι που το επινόησαν όταν πήραν την εξουσία. Ήταν ένα αίτημα που γεννήθηκε από τα ίδια τα εργατικά σοβιέτ στην επανάσταση του 1905. Δεν ήταν αίτημα καθαρά μπολσεβίκικο, αλλά ένα πλατύ εργατικό δημοκρατικό αίτημα. Σαν τέτοιο το υιοθέτησαν όλες οι φράξεις της Ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Και οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι. Μιας και εκείνη την εποχή δεν είχαν ξεχάσει όπως φαίνεται να συμβαίνει σήμερα , ότι σαν αίτημα υπάρχει στις αποσκευές του εργατικού κινήματος από την εποχή της Λίγκας.
Πώς γεννήθηκε το αίτημα στη Ρωσία;
Γνωρίζει ο ΜΠ πώς συγκεκριμένα γεννήθηκε το αίτημα αυτό στη Ρωσία; Πολύ αμφιβάλουμε, γιατί αν το γνώριζε δεν θα τολμούσε να ισχυριστεί όσα έγραψε. Εκτός κι αν δεν παίζει κανένα ρόλο η αλήθεια όταν η σκοπιμότητα επιβάλει να αφοριστεί μια άποψη στο πυρ το εξώτερο. Ας τον πληροφορήσουμε εμείς. Το αίτημα της άρνησης των τσαρικών χρεών διατυπώθηκε για πρώτη φορά όχι από τους μπολσεβίκους, αλλά από το εργατικό σοβιέτ της Πετρούπολης στις 2 Δεκεμβρίου του 1905. Ήταν η εποχή όπου το τσαρικό καθεστώς διαπραγματευόταν, παρά την επικείμενη δημοσιονομική χρεοκοπία του, νέα δάνεια από τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Με το «οικονομικό μανιφέστο»2 - όπως το αποκάλεσαν - του σοβιέτ της Πετρούπολης, η εργατική τάξη προειδοποιούσε το διεθνές κεφάλαιο να μην δώσει άλλα δάνεια στο τσαρικό καθεστώς, γιατί η δημοκρατία που θα ανατρέψει τον τσάρο δεν θα αναγνωρίσει τα χρέη του. Εμπνευστής του μανιφέστου ήταν ο Λ. Τρότσκι, πρόεδρος του σοβιέτ, ενώ συντάκτης ήταν ο σύντροφός του εκείνη την εποχή, Α. Πάρβους. Έγινε ομόφωνα δεκτό από το Σοβιέτ και το υπέγραφαν επίσης η Κεντρική Επιτροπή της Πανρωσικής Αγροτικής Ένωσης, η Κεντρική Επιτροπή (μπολσεβίκοι) και η Οργανωτική Επιτροπή (μενσεβίκοι) του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας, η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος των Εσέρων και η Κεντρική Επιτροπή του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Να πώς διηγείται το περαστικό ο ίδιος ο Τρότσκι αρκετά χρόνια αργότερα: «Η σύλληψη [του Τρότσκι, σημ. δική μας] συνέβη μια μέρα αφού είχαμε δημοσιεύσει το λεγόμενο οικονομικό μανιφέστο, το οποίο διακήρυττε ότι η δημοσιονομική χρεοκοπία του Τσαρισμού ήταν αναπόφευκτη και διατύπωνε την κατηγορηματική προειδοποίηση ότι τα χρέη που πραγματοποιήθηκαν από τους Ρομανόφ δεν πρόκειται να αναγνωριστούν από το νικηφόρο έθνος. ‘Η απολυταρχία ποτέ δεν απόλαυσε της εμπιστοσύνης του λαού,’ έλεγε το μανιφέστο του Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων, ‘και δεν της δόθηκε ποτέ κανενός είδους νομιμοποίηση από τον λαό. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε την εξυπηρέτηση των δανείων που έχει συνάψει η Τσαρική κυβέρνηση η οποία έχει ανοιχτά εμπλακεί σε πόλεμο με ολόκληρο τον λαό.’
Η Γαλλική Bourse [χρηματιστηριακή αγορά, σημ. δική μας] απάντησε στο δικό μας μανιφέστο λίγους μήνες αργότερα με ένα νέο δάνειο τρία τέταρτα του εκατομμυρίου φράγκα. Ο φιλελεύθερος και αντιδραστικός τύπος γέμισε με σαρκασμό γι’ αυτή την σημαντική απειλή του Σοβιέτ εναντίον των οικονομικών του Τσάρου και των Ευρωπαίων τραπεζιτών. Τα κατοπινά χρόνια πέτυχαν να ξεχαστεί το μανιφέστο, αλλά αυτό επανήλθε. Η δημοσιονομική χρεοκοπία του Τσαρισμού, που προετοιμάστηκε από ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία του, συνέπεσε με την στρατιωτική του κατάρρευση. Αργότερα, μετά τις νίκες της επανάστασης, το διάταγμα του Σοβιέτ των Λαϊκών Επιτρόπων που εκδόθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1918, διακήρυττε την ακύρωση όλων των Τσαρικών χρεών. Αυτό το διάταγμα παραμένει σε ισχύ ακόμη και σήμερα. Είναι λάθος να πούμε, όπως λένε μερικοί, ότι η Οκτωβριανή επανάσταση δεν αναγνωρίζει καμμιά υποχρέωση: τις δικές της υποχρεώσεις η επανάσταση τις αναγνωρίζει πλήρως. Την υποχρέωση που ανέλαβε στις 2 Δεκεμβρίου του 1905, την εκπλήρωσε στις 10 Φεβρουαρίου του 1918. Η επανάσταση έχει κάθε δικαίωμα να υπενθυμίσει στους δανειστές του Τσαρισμού: ‘Κύριοι, είχατε προειδοποιηθεί εδώ και καιρό.’»
Πρόκειται για φαντασιοπληξίες του Τρότσκι; Όποιος γνωρίζει την ιστορία της ρωσικής επανάστασης, ξέρει πολύ καλά ότι έτσι έγιναν τα πράγματα. Απόδειξη είναι και το γεγονός ότι όταν το 1930, για πολλοστή φορά, οι ιμπεριαλιστές απειλούσαν την ΕΣΣΔ με αφορμή την ακύρωση των τσαρικών χρεών, η Ιζβέστια, όργανο της σοβιετικής κυβέρνησης, απάντησε σε κεντρικό άρθρο της σύνταξης ως εξής: «Είναι καιρός για τις καπιταλιστικές χώρες να καταλάβουν, μια και καλή, ότι η σοβιετική κυβέρνηση δεν μπορεί να αναλάβει τις υποχρεώσεις της τσαρικής κυβέρνησης. Από την εποχή ακόμη του 1905 όλα τα επαναστατικά κόμματα είχαν προειδοποιήσει το διεθνές κεφάλαιο να μην δώσει κανένα δάνειο στην τσαρική κυβέρνηση. Δεν έχουμε αποστασιοποιηθεί από αυτή τη θέση με κανέναν τρόπο.»
Πώς το αντιλαμβανόταν ο Λένιν;
Επρόκειτο, λοιπόν, για μια δέσμευση όλων των επαναστατικών κομμάτων της Ρωσίας απέναντι στην εργατική τάξη. Ο τσαρισμός απειλείτο με άμεση δημοσιονομική χρεοκοπία και οι ιμπεριαλιστές επεδίωκαν να τον στηρίξουν με ακόμη περισσότερα δάνεια. Πώς έπρεπε να αντιδράσει η εργατική τάξη και ο λαός της Ρωσίας; Να το προσπεράσει και να πει ότι όταν θα πάρω την εξουσία, τότε θα δω πώς θα λύσω το πρόβλημα; Όχι βέβαια. Η οργανωμένη σε σοβιέτ εργατική τάξη επέβαλλε σ’ όλα τα επαναστατικά κόμματα μια βαριά υποχρέωση.
Μια υποχρέωση που μόνο οι μπολσεβίκοι αποδείχτηκαν συνεπείς μέχρι τέλους και υλοποίησαν όταν τους δόθηκε η ευκαιρία. Από τον Φλεβάρη του 1917 έως και τον Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι ήταν το μόνο κόμμα που εξακολουθούσε να υποστηρίζει τα αιτήματα του «οικονομικού μανιφέστου» και απαιτούσε να υλοποιηθεί όχι από μια μελλοντική εξουσία του προλεταριάτου, αλλά εδώ και τώρα από το σοβιέτ που έλεγχαν μενσεβίκοι και εσέροι, καθώς και από την προσωρινή κυβέρνηση Κερένσκι. Ήταν το μόνο κόμμα, από όσα είχαν υπογράψει το «οικονομικό μανιφέστο» το 1905, που συνέχιζε πιστά να το υποστηρίζει και μετά τη νίκη του Φλεβάρη του 1917.
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι γνώριζαν πολύ καλά ότι το ζήτημα της εξουσίας για τις μάζες δεν τίθεται αφεαυτού, από μόνο του ως σύνθημα, αλλά πρώτα και κύρια μέσα από την πάλη για τα αιτήματα εκείνα που έχει αναδείξει η ίδια η εργατική τάξη, για τα αιτήματα δηλαδή που απαντούν άμεσα και πρακτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων της στα προβλήματα που έχει μπροστά της η εργατική τάξη, με τους όρους που καταλαβαίνει η ίδια η εργατική τάξη κι όχι η όποια αυτοανακυρηγμένη «πρωτοπορία» της. Κι ένα από αυτά τα προβλήματα, από τα πλέον σοβαρά, ήταν η χρεωκοπία του τσαρισμού και η δανειακή του εξάρτηση από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Επρόκειτο για ένα ζήτημα που ουσιαστικά επισκιαζόταν μόνο από τον παγκόσμιο πόλεμο και τις καταστροφικές συνέπειές του.
Η σημασία που έδινε ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι, αλλά και οι διεθνιστές επαναστάτες της εποχής στο αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών ώστε να τραβηχτεί η εργατική τάξη στην επαναστατική πάλη εναντίον του ιμπεριαλισμού, ήταν ιδιαίτερη. «Σαν θετικό σύνθημα που τραβάει τις μάζες στον επαναστατικό αγώνα και εξηγεί την ανάγκη των επαναστατικών μέτρων για ‘δημοκρατική’ ειρήνη θα πρέπει να ριχτεί το σύνθημα: άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών.»5 Έτσι έθετε τότε το ζήτημα ο Λένιν, με τον ίδιο τρόπο μπαίνει και από εμάς σήμερα. Η άρνηση της πληρωμής του δημόσιου χρέους απαντάει θετικά από την σκοπιά της εργατικής τάξης στην ανάγκη να τραβηχτεί η μεγάλη μάζα στον αγώνα για άμεσα δημοκρατικά μέτρα ,όπως είναι η έξοδος από το ευρώ, οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και βασικών τομέων της οικονομίας, η αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, κοκ. , τα οποία κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης μπορούν ν’ ανοίξουν το δρόμο για την επαναστατική ανατροπή. Μόνο έτσι, δηλαδή μόνο μέσα από άμεσα, μεταβατικά, ή ενδιάμεσα μέτρα, μπορεί να τεθεί θέμα εξουσίας με όρους μαζών, με όρους αληθινής κι όχι εικονικής εργατικής τάξης. Όλοι οι άλλοι τρόποι είναι μόνο για να ονειροβατούν όσοι ζουν στον κόσμο τους.
Επομένως όποιος αρνείται να προτάξει την άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών, μπορεί να είναι αντικαπιταλιστής, αλλά σίγουρα δεν έχει καμμιά σχέση ούτε με την εργατική τάξη, ούτε με τον Μαρξισμό, ούτε με την Λενινισμό και προπαντός δεν έχει καμμιά σχέση με την πραγματική πάλη ενάντια στην εξουσία των μονοπωλίων και τον ιμπεριαλισμό σήμερα. Κι αυτό γιατί πολύ απλά «όποιος θέλει να τραβήξει προς το σοσιαλισμό από άλλο δρόμο, έξω από τον πολιτικό δημοκρατισμό, θα καταλήξει αναπότρεπτα σε ανόητα και αντιδραστικά συμπεράσματα, τόσο με την οικονομική όσο και με την πολιτική έννοια»6, όπως έγραφε ο Λένιν.
Τι φοβούνται και δεν μιλάνε για άρνηση πληρωμών;
Προς στιγμή ας ξεχάσουμε όσα είπαμε. Ας δεχτούμε όσα ισχυρίζονται οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη και ιδιαίτερα την αποστροφή του ΜΠ, ο οποίος θέλει την εργατική τάξη να «διαπραγματεύεται το ύψος του χρέους» αφού πάρει την εξουσία. Ας αφήσουμε στην άκρη το γεγονός ότι η σοβιετική εξουσία δεν «διαπραγματεύθηκε το ύψος του χρέους», αλλά διέγραψε μονομερώς τα τσαρικά χρέη κι ας έρθουμε στο ζουμί. Εφόσον εμείς δεν καταλαβαίνουμε πώς ταξικά, επαναστατικά, κλπ., πρέπει να μπει το ζήτημα, τότε γιατί αυτοί δεν το βάζουν με τον δικό τους «σωστό» τρόπο; Γιατί στις επίμονες πιέσεις της κυβέρνησης και των δημοσιογραφικών εκπροσώπων του καθεστώτος, «που θα βρούμε τα λεφτά;» δεν απαντούν ότι ο λαός, οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη δεν αναγνωρίζει τα χρέη του συστήματος κι ότι όταν πάρουν την εξουσία θα τα ακυρώσουν. Γιατί δεν απευθύνουν προς τους δανειστές, το ΔΝΤ, την ΕΕ και γενικά την εξουσία των μονοπωλίων, την ίδια προειδοποίηση που απεύθυνε το ρώσικο προλεταριάτο το 1905 όταν διαπίστωσε την επικείμενη δημοσιονομική χρεωκοπία του τσαρισμού; Γιατί είναι πιο επαναστατικό να απαντά κάποιος σαν την ΓΓ της ΚΕ, όταν την ρωτούν στη Βουλή ή στα ΜΜΕ επίμονα «που θα βρούμε τα λεφτά;»:
«-- Είπατε μεταξύ ευρώ και δολαρίου δεν μπορούμε να επιλέξουμε. Μα, έχουμε ήδη επιλέξει, έχουμε το ευρώ εμείς εδώ.
-- Μιλάμε για το ΚΚΕ και για τα αντικειμενικά συμφέροντα του λαού.
-- Ναι, αλλά κι εσείς στο ΚΚΕ με ευρώ συναλλάσσεστε, το εθνικό μας νόμισμα είναι το ευρώ.
-- Και δραχμή να είχαμε δε θα ήταν καλύτερα τα πράγματα.
-- Συμφωνώ μαζί σας, αλλά λέω πάντως ότι εμείς με το ευρώ είμαστε να το διευκρινίσουμε.
-- Λέμε ότι γίνεται αυτή τη στιγμή μια διαπάλη ανάμεσα στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, μια σκληρή διαπάλη. Και οι μεν και οι δε δεν παλεύουν για το πώς θα ζήσουν καλύτερα οι λαοί, αλλά τα συγκεκριμένα συμφέροντα, τα ταξικά, ποια θα κυριαρχήσουν. Προηγουμένως έγινε μια συζήτηση για το καμποτάζ...
-- Εγώ περιμένω να απαντήσετε πρώτα στην ερώτηση της κ. Τρέμη πού θα βρούμε τα λεφτά. Γιατί σας είπε πολύ σωστά ότι στο τέλος του μήνα 10 δισ. θα χρειαστούμε. Εκτός, αν πιστεύετε ότι υπάρχουν τα χρήματα.
-- Θα σας απαντήσω. Αυτά τα χρήματα, όταν θα τα δανειστεί η ελληνική κυβέρνηση, ποιος θα επωφεληθεί; Θα βρεθούν τα λεφτά, εγώ σας λέω και με επιτόκιο 1%...
-- Πού θα βρεθούν;
-- Απ' το Νομισματικό Ταμείο, ή την ευρωζώνη. Η κυβέρνηση - κι εδώ είναι η υποκρισία της ΝΔ και των άλλων κομμάτων - δεν έχει άλλη επιλογή απ' το να δανειστεί χρήματα, για να τα επιστρέψει σ' αυτούς που ενδιαφέρονται να ανεβάσουν την κερδοφορία και την ίδια στιγμή να απελευθερωθεί το όριο απολύσεων, να δουλεύουμε μέχρι τα 70. Η κυβέρνηση, απ' την πλευρά της, καλά κάνει. Ο λαός όμως δεν μπορεί να δεχτεί ότι καλά κάνει η κυβέρνηση.»
Είναι αυτή απάντηση; Και μάλιστα ταξική! Κάντε ότι θέλετε με το ευρώ και τα δάνεια, εμένα μ’ ενδιαφέρει ο λαός! Τι άλλο πάει να πει αυτό εκτός από το «εμείς μπορεί να διαμαρτυρόμαστε, αλλά μην ανησυχείτε δεν πρόκειται να σας ενοχλήσουμε σ’ αυτό που πάτε να κάνετε.» Γιατί η ΓΓ δεν έθεσε την άρνηση της πληρωμής των χρεών με τον «σωστό» τρόπο, προτάσσοντας δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας, και όχι με τον «διαχειριστικό» τρόπο που υποτίθεται ότι το βάζουμε εμείς; Γιατί αποφεύγει να κάνει έστω και νύξη επί του θέματος; Για βαθύτερους ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, που απ’ ότι φαίνεται γνωρίζει μόνο η ίδια, ή γιατί πολύ απλά φοβάται να απαντήσει με τρόπο καθαρό στις συνεχείς πιέσεις από το σύστημα εξουσίας; Μήπως η στάση αυτή είναι ένας πολύ εύσχημος, «ταξικός», τρόπος ώστε να αποφύγει όπως-όπως την σύγκρουση με το κυρίαρχο σύστημα εκεί ακριβώς που το πονάει σήμερα περισσότερο; Και σήμερα το σύστημα πονάει σε δυο καίρια ζητήματα, στην άρνηση του χρέους και στην άρνηση του ευρώ. Κι όποιος δεν απαντάει σ’ αυτά καθαρά και ξάστερα βάζει πλάτες στις κυρίαρχες πολιτικές είτε το θέλει, είτε όχι, είτε ντύνει τις θέσεις του με αντικαπιταλιστικό βερμπαλισμό, είτε με ανανεωτικό ευρωπαϊσμό της υποτέλειας και της εθελοδουλίας.
Τι έλεγε παλιότερα το ΚΚΕ;
Αλήθεια, τι σχέση έχει αυτή η στάση με ολόκληρη την παράδοση του εργατικού κινήματος, του Μαρξισμού, του Λενινισμού, του ίδιου του ΚΚΕ; Γιατί μπορεί να μην το γνωρίζουν οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, αλλά την θέση αυτή για άρνηση της πληρωμής του χρέους ανέδειξε για πρώτη φορά στην ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, το ίδιο το ΚΚΕ. Όταν το 1932 η Ελλάδα μπήκε σε αναγκαστικό χρεωστάσιο και παραδόθηκε, όπως σήμερα, στους δανειστές της, το ΚΚΕ διατύπωσε την εξής θέση: «Μπορεί όμως να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση [η πληρωμή των δανείων, σημ. δική μας]; Θα σκύβουμε έτσι το κεφάλι για να δεχόμαστε φόρους πάνω σε φόρους; Θα δεχτούμε αδιαμαρτύρητα να αφαιρεθούν 700 ολόκληρα εκατομμύρια από το αίμα μας, να πληρώσουμε και την τελευταία δραχμή, να κοπεί και το ψωμί μας για να πληρωθούν μια φούχτα βδέλλες, ληστές, ντόπιοι και ξένοι τοκογλύφοι; Όχι. Με την επαναστατική μας πάλη, με τη γροθιά μας, μπορούμε να σταματήσουμε τους εκμεταλλευτές. ΟΥΤΕ ΠΕΝΤΑΡΑ ΣΤΟΥΣ ΝΤΟΠΙΟΥΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΥΣ ΛΗΣΤΕΣ ΟΜΟΛΟΓΙΟΥΧΟΥΣ, ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΑΝΕΡΓΟΥΣ, ΣΤΙΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΕΣ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ. Με αυτό το σύνθημα πρέπει να ξεσηκωθούν οι εργάτες, όλοι οι εργαζόμενοι της χώρας.»
Προφανώς το ΚΚΕ εκείνης της εποχής δεν γνώριζε ότι διαπράττει μέγα σφάλμα καθοσιώσεως, ότι προτάσσοντας την άρνηση της πληρωμής των δανείων οδηγείται σε προτάσεις «διαχειριστικές του συστήματος» και άλλα τέτοια φαιδρά. Ούτε φυσικά γνώριζε ότι ακολουθώντας τις εντολές της Κομμουνιστικής Διεθνούς, την παράδοση του διεθνούς εργατικού κινήματος, τις παρακαταθήκες των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, υιοθετούσε θέσεις που απομόνωναν το κίνημα από τον «ταξικό χαρακτήρα της ανάπτυξης». Ούτε βέβαια διανοήθηκαν ποτέ εκείνοι οι παλιοί κομμουνιστές, που ζούσαν και ανέπνεαν μέσα στην εργατική τάξη, ότι είχαν λάθος να πιστεύουν ότι με την δύναμη της πάλης του εργατικού κινήματος μπορούν να επιβληθούν χαλινάρια στο κεφάλαιο ακόμη και πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού. Αν είναι ποτέ δυνατόν, όπως θα αναφωνούσε κι ο σημερινός ανώνυμος αρθρογράφος του Ριζοσπάστη.
Την άποψη αυτή το ΚΚΕ τη διατήρησε σ’ ολόκληρη την ιστορία του. Το ΕΑΜ στην απελευθέρωση έθεσε θέμα διαγραφής των προπολεμικών χρεών της χώρας, ώστε να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί η χώρα προς όφελος του λαού. Στη διάρκεια της ΕΔΑ συνέχιζε να θέτει το ίδιο ζήτημα και ταυτόχρονα ζητούσε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τον εξωτερικό δανεισμό της χώρας.
Στη μεταπολίτευση, το ΚΚΕ επανάφερε το ζήτημα του δημόσιου δανεισμού υποστηρίζοντας τα εξής: «Πρέπει να σταματήσει κάποτε ο αλόγιστος δανεισμός που γίνεται ίσα-ίσα για την κάλυψη του ισοζυγίου πληρωμών. Να σταματήσουμε να δανειζόμαστε ίσα-ίσα για να ξεπληρώνουμε τα προηγούμενα χρέη. Να σταματήσει ο δανεισμός για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Να αλλάξει ο τρόπος χρησιμοποίησης των δανείων: Να χρηματοδοτούν τις συγκεκριμένες ανάγκες μιας πραγματικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ανάπτυξη που θα οδηγήσει στο σπάσιμο του φαύλου κύκλου της διεθνούς ιμπεριαλιστικής κερδοσκοπίας.»1
Μήπως το ΚΚΕ σε ολόκληρη την ιστορία του ήταν ένα κόμμα «διαχείρισης του συστήματος» και οι σημερινοί αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη ήρθαν να αποκαταστήσουν την τραυματισμένη επαναστατική του υπόληψη; Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν το λένε ανοιχτά; Γιατί δεν λένε ανοιχτά στα μέλη του κόμματος ότι το ΚΚΕ της ΚΔ, το ΚΚΕ του ΕΑΜ, το ΚΚΕ της ΕΔΑ, το ΚΚΕ της μεταπολίτευσης, δηλαδή το ΚΚΕ εξ ιδρύσεώς του, ήταν ένα κόμμα υποταγμένο στη «διαχείριση του συστήματος» και μόνο αυτοί κατόρθωσαν να το φέρουν στον «ίσιο δρόμο» της επαναστατικής αρετής και καθαρότητας; Γιατί δεν λένε ανοιχτά ότι χτυπώντας το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους και της εξόδου από το ευρώ, προσπαθούν να ξεμπερδέψουν και με ολόκληρη την ιστορία του ΚΚΕ, με το σύνολο των αιτημάτων, των διεκδικήσεων και των αγώνων του, που σφράγισαν την πορεία του εργατικού και λαϊκού κινήματος της χώρας. Στην ουσία οι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη επιχειρούν, στα μουλωχτά, να επανιδρύσουν το ΚΚΕ ώστε να κρατήσουν από το παλιό κόμμα μόνο τα σύμβολα και την επωνυμία.
Υπάρχουν επαναστατικά και ρεφορμιστικά αιτήματα;
Βγαίνοντας από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι καπιταλιστικές χώρες, ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες, είχαν φορτωθεί με τεράστια κρατικά χρέη. Μοναδική εξαίρεση οι ΗΠΑ, οι οποίες είχαν βγει από τον πόλεμο ως η κύρια πιστώτρια χώρα παγκοσμίως. Τα κρατικά χρέη ήταν τόσο μεγάλα, που ήταν αδύνατο να πληρωθούν και γι’ αυτό τότε πολλοί αστοί οικονομολόγοι , με πρώτον απ’ όλους τον Τζον Μέϊναρντ Κέινς , είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρξει ακύρωση όλων των κρατικών χρεών. Ο Κέινς συγκεκριμένα στο βιβλίο του για τις «οικονομικές συνέπειες της ειρήνης» έγραφε: «Η ύπαρξη των χρεών του μεγάλου πολέμου είναι μια απειλή για την οικονομική σταθερότητα παντού. Δεν υπάρχει καμμιά Ευρωπαϊκή χώρα στην οποία η αποκήρυξη [του χρέους, σημ. δική μας] δεν θα μετατραπεί σύντομα σε ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα.»
Το γεγονός ότι η ακύρωση των κρατικών χρεών γινόταν υπόθεση των αστών οικονομολόγων, σταμάτησε τον Λένιν και τη νεαρή τότε Κομμουνιστική Διεθνή από το να υιοθετήσουν και να προβάλουν το αίτημα; Όχι βέβαια. Στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ ο Λένιν έλεγε πώς η επαπειλούμενη χρεοκοπία έσπρωχνε εκατομμύρια να σκεφτούν σαν τον Κέινς, πώς προκειμένου να γλιτώσουν την καταστροφή όφειλαν να προχωρήσουν αλλιώς: «Με την ακύρωση όλων των χρεών, όπως προτείνει ο Κέινς! Η ιδέα αυτή δεν είναι μόνο ιδέα του οικονομολόγου επιστήμονα Κέινς. Στην ιδέα αυτή κατέληξαν και θα καταλήξουν εκατομμύρια. Και εκατομμύρια άνθρωποι ακούν τους αστούς οικονομολόγους να λένε πώς δεν υπάρχει άλλη διέξοδος εκτός από την ακύρωση των χρεών, και γι’ αυτό ‘ας είναι καταραμένοι οι μπολσεβίκοι’ (που ακύρωσαν τα χρέη) και ελάτε να απευθυνθούμε στη ‘γενναιοψυχία’ της Αμερικής!! .Νομίζω πώς θα έπρεπε εξονόματος του συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς να στείλουμε ένα ευχαριστήριο σ’ αυτούς τους οικονομολόγους-προπαγανδιστές υπέρ του μπολσεβικισμού.»
Ο Λένιν γνώριζε πολύ καλά ότι το ίδιο το αίτημα της ακύρωσης όλων των κρατικών χρεών ήταν ικανό να τραβήξει τις μάζες στην επαναστατική πάλη, να τις οδηγήσει σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και το χρηματιστικό κεφάλαιο και να τις φέρει μπροστά στην ανάγκη μιας άλλης διαφορετικής εξουσίας, της δικής τους εξουσίας. Γι’ αυτό και δεν τον ένοιαζαν οι επικλήσεις των αστών οικονομολόγων της εποχής στην «λογική» των αστικών κυβερνήσεων και στην «γενναιοψυχία» των ΗΠΑ, η οποία ήταν αυτή που θα έχανε τα περισσότερα στην περίπτωση της ακύρωσης των κρατικών χρεών. Δεν τον φόβιζε ακόμη και η δυνατότητα μιας αστικής κυβέρνησης να προχωρήσει η ίδια σε ακύρωση των κρατικών χρεών, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο θα έπληττε σοβαρά την κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου, θα προωθούσε τις θέσεις του εργατικού κινήματος, στο βαθμό που θα γινόταν κάτω από την πίεση και την απειλή του, και θα άνοιγε τις πόρτες για νέες κατακτήσεις, για νέους καλύτερους συσχετισμούς.
Τώρα αν το κίνημα σταθεί αδύναμο, ή ανίκανο να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί την έστω και μερική ικανοποίηση του αιτήματός του ως εφαλτήριο για νέες μεγαλύτερες κατακτήσεις, για νέα βήματα μπροστά, τότε δεν φταίει ούτε το αίτημα, ούτε το γεγονός ότι μια αστική κυβέρνηση το ικανοποίησε, φταίει το ίδιο το κίνημα και πιο συγκεκριμένα οι δυνάμεις που ηγούνται σ’ αυτό.
Με το ίδιο σκεφτικό κι ένας άλλος αρχιρεφορμιστής , αν πάρουμε στα σοβαρά τα κριτήρια των αρθρογράφων του Ριζοσπάστη ,και γνωστός για τις προτάσεις του με σκοπό τη «διαχείριση του συστήματος», ο Φιντέλ Κάστρο, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πρωτοστάτησε στο κίνημα για την ακύρωση των χρεών της Λατινικής Αμερικής, δεν έθετε ως προϋπόθεση την προλεταριακή ή επαναστατική εξουσία. Μάλιστα σε μια συνέντευξή του το 1985 του έθεσαν και την εξής προκλητική ερώτηση: «Κάθε πρόγραμμα για τη λύση της ‘κρίσης χρέους’ είναι ένα πρόγραμμα για τη διάσωση του καπιταλισμού. Θέλει όντως η Κούβα να σώσει τον καπιταλισμό;» Ο Κάστρο απάντησε με τον εξής τρόπο: «Ναι, τον άλλο καπιταλισμό, τον καπιταλισμό των υπερχρεωμένων, μιλώντας με ανθρωπιστικούς όρους. Οι κατευθυνόμενοι πύραυλοι των επιτοκίων και των όρων του εμπορίου σκοτώνουν εκατομμύρια ανθρώπους στον λεηλατημένο κόσμο. Δολοφονούνται από την πείνα, τις ασθένειες και το έγκλημα. Και σαν να μην ήταν αρκετή η σφαγή από το χρέος και το εμπόριο, οι καταχρεωμένες χώρες έχουν τεθεί υπό την επιτήρηση κέντρων απόφασης στο εξωτερικό αναφορικά με την οικονομική ‘προσαρμογή’ τους, η οποία οδηγεί στην ύφεση. Είναι σαν τον καλοπροαίρετο γιατρό που επιβάλει σ’ έναν αδύναμο ασθενή καθεστώς αναγκαστικής απώλειας βάρους ».
Στόχος ενός λαϊκού, εργατικού αιτήματος δεν είναι να προβάλει την ανάγκη του σοσιαλισμού ή της επανάστασης, αλλά να απαντά στα πιο άμεσα και ζωτικά προβλήματα του απλού κόσμου από τη σκοπιά των συμφερόντων του, να βελτιώνει τη θέση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων, να ανοίγει δρόμους για νέες κατακτήσεις, να αλλάζει τους συσχετισμούς σε βάρος του κεφαλαίου και να βάζει χαλινάρι στην ασυδοσία του. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχουν ρεφορμιστικά ή επαναστατικά αιτήματα, παρά μόνο λαϊκά και εργατικά αιτήματα που γίνονται τέτοια μόνο όταν τα αγκαλιάζει και τα αναδεικνύει η ίδια η εργατική τάξη, ο ίδιος ο λαός. Κι αυτά μπορεί να τα παλέψει κανείς με ρεφορμιστικό ή με επαναστατικό τρόπο. Να τα παλέψει δηλαδή με το να τα διατυμπανίζει μόνο ως γενικές διακηρύξεις, με το να τα υποτάσσει σε μια προοπτική βελτίωσης του κυρίαρχου συστήματος, ή να τα παλέψει αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για να κινητοποιήσει τις ευρύτερες δυνατές μάζες, αρπάζοντας κάθε μικρή ή μεγάλη επιτυχία, κάθε μερική κατάκτηση για να κάνει μαζί με τις μάζες ένα ακόμη βήμα προς τα μπρος, να κερδίσει ακόμη περισσότερο από το εχθρικό έδαφος, να προχωρήσει τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ως το τέλος. Κι αυτό γιατί, όπως έλεγε κι ο Μαρξ, «οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ποτέ δεν οφείλονται στην αδυναμία των ισχυρών, οφείλονται και προκαλούνται από την ισχύ των αδυνάτων.»
Όποιος δεν δοκιμαστεί πρώτα και κύρια στην πάλη για να ικανοποιηθούν μερικές διεκδικήσεις και ενδιάμεσα αιτήματα, για να κερδισθούν κατακτήσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού, τότε είναι επαναστάτης μόνο στα λόγια.
Στο βαθμό που θα τεθεί σε κίνηση η τάξη και συνολικά η μάζα του λαού η πρακτική ανάγκη για το σοσιαλισμό θα προκύψει μέσα από την ίδια την πάλη για τα αιτήματά της, όσο ασήμαντα και μηδαμινά κι αν φαίνονται στους επαναστάτες της φράσης. Η ίδια η εμπειρική λογική της πάλης για τα δικά τους αιτήματα οδηγεί τις μάζες να κατανοήσουν το τι πρέπει, το τι οφείλουν να κάνουν κάθε φορά. Κι όχι τα «προωθημένα συνθήματα» των δήθεν πρωτοποριών και οι ανέξοδες επικλήσεις του σοσιαλισμού. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Κάστρο σε μια ομιλία του στην Ηπειρωτική Συνδιάσκεψη των χωρών της Λατινικής Αμερικής για το πρόβλημα του εξωτερικού χρέους, η οποία συνήλθε στην Αβάνα τον Αύγουστο του 1985, έλεγε χαρακτηριστικά: «Αυτό το πρόβλημα επηρεάζει ολόκληρο τον κόσμο περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα.Δεν έχουμε παρουσιάσει ανατρεπτικές θέσεις. Δεν καλούμε σε κοινωνική επανάσταση. Είπαμε αντίθετα ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε πρώτα τον σοσιαλισμό για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα. Αυτό είναι ένα επείγον πρόβλημα εδώ και τώρα, ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε.
Προκειμένου να το λύσουμε, πρέπει να ενώσουμε όλους τα στρώματα, εκτός από την ασήμαντη εκείνη μειοψηφία που έχει πουληθεί στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, που έχει πουληθεί στον ιμπεριαλισμό. Το βλέπουμε σαν έναν εθνικό απελευθερωτικό αγώνα που μπορεί, για πρώτη φορά στην ιστορία, να ενώσει όλους τους κοινωνικούς τομείς στην πάλη για την ανεξαρτησία. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να είναι προϋπόθεση. Δεν προτείνουμε σοσιαλισμό. Φυσικά, δεν είμαστε και εναντίον του [γέλια] Αυτό που νομίζω ότι δεν θεωρώ σωστό είναι να τον μετατρέψεις σε βασικό ζήτημα. Η κατάσταση θα φέρει επίγνωση στο λαό. Και νομίζω ότι καθώς ο λαός θα αποκτά συνείδηση, εμείς θα βαδίζουμε όλο και πιο κοντά στον σοσιαλισμό. Νομίζω ότι στο μέλλον μπορεί να υπάρξει μια σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά θα ήταν λάθος αν παρουσιάζαμε τον σοσιαλισμό ως τωρινό στόχο.»
Πριν οι ανώνυμοι αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, ο ΜΠ, ή όποιος άλλος θελήσει να ξαναπιάσει την πένα για να συκοφαντήσει το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους και την έξοδο από το ευρώ, καλό θα ήταν να φυλλομετρήσει τις απόψεις του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος της εποχής που ο Κάστρο πρωτοστατούσε στο κίνημα για την κατάργηση των χρεών των εξαρτημένων χωρών. Ίσως έτσι αποφύγουν τις χοντράδες. Ίσως πάλι και να μην καταλάβουν τίποτε γιατί έχουν απορρίψει τη βασική, θεμελιώδη αρχή που ανέκαθεν διαφοροποιούσε τα μαρξιστικά εργατικά κόμματα, τις καθαρόαιμες εργατικές οργανώσεις και φυσικά τους κομμουνιστές, από κάθε άλλη αντικαπιταλιστική οργάνωση. «Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη του σημερινού προλεταριάτου, που βαδίζει από ένα σκοπό σήμερα σ’ έναν άλλο αύριο στο όνομα του βασικού του σκοπού, προς τον οποίο πλησιάζει κάθε μέρα.»
Το κλειδί ήταν και παραμένει στη δυνατότητα να κινητοποιηθεί η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και του λαού. Δεν έχει κανένα νόημα το να έχεις σωστή θέση όταν αρνείσαι την ενότητα δράσης, ή καλείς τους πάντες να στοιχηθούν πίσω σου. Το ΚΚΕ του 1932, αν και όπως είδαμε απέναντι στη χρεωκοπία πήρε γενικά σωστή θέση, ωστόσο αυτό δεν το βοήθησε καθόλου στην πρακτική οργάνωση της εργατικής πάλης. Απορρίπτοντας τους πάντες ως φασίστες (σοσιαλφασίστες, αγροτοφασίστες, αρχειοφασίστες, κοκ) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη σωστή επιλογή ήταν να καλέσει την εργατική τάξη να στοιχηθεί πίσω του και να προετοιμάσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Κι αυτό όχι στα λόγια, όπως οι σημερινοί αρθρογράφοι του Ριζοσπάστη, αλλά στην πράξη. Όταν όμως είδε και απόειδε, όταν το ένα χτύπημα διαδεχόταν το άλλο, όταν «το Κόμμα όλο και περισσότερο απομονωνόταν από τις μάζες και έχανε τη μια θέση μετά την άλλη,» όταν η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, τότε άλλαξε γραμμή. Τον Σεπτέμβρη του 1934 η ΚΕ του ΚΚΕ και η διοίκηση της Ενωτικής ΓΣΕΕ απέστειλε από κοινού ανοιχτό γράμμα «προς όλους τους εργαζομένους της χώρας, τη Γενική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδας, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, προς τη Γενική Συνομοσπονδία των Επαγγελματιών και Βιοτεχνών της Ελλάδος,» όπου έθετε τα εξής: «Το μαχαίρι έχει φτάσει στο κόκκαλο. Μόνο μια πανελλαδική, παλλαϊκή κινητοποίηση των εργαζομένων, με επί κεφαλής τις οργανώσεις τους, μπορεί να αναχαιτίσει τα αντιλαϊκά μέτρα, τον κίνδυνο του φασισμού.»
Η κίνηση αυτή επισφραγίστηκε με το Σύμφωνο κοινής δράσης ενάντια στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία τον Οκτώβρη του 1934. Αν και η στροφή αυτή ήλθε κάπως αργά και δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα εναντίον του φασιστικού κινδύνου, αποτέλεσε όμως το γόνιμο έδαφος για να βλαστήσει αργότερα και μέσα στον πόλεμο η εποποιεία του ΕΑΜ.
Σήμερα, αντιμέτωπη η χώρα με τους μεγαλύτερους κινδύνους που έχει αντιμετωπίσει ποτέ στη νεότερη ιστορία της, μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας και προπαντός των εργαζομένων προσδοκούν σε ένα νέο ανοιχτό γράμμα της ΚΕ του ΚΚΕ. Ένα ανοιχτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας και όλες τις αριστερές, προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου, που θα τις καλεί σε μια πανστρατιά εναντίον του νέου καθεστώτος κατοχής από το ΔΝΤ, την ΕΕ και τους ντόπιους δωσίλογους με στόχο μια αναγεννημένη Ελλάδα απαλλαγμένη από τα δεσμά της χρηματιστικής ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού. Θα έρθει άραγε ποτέ αυτό το ανοιχτό γράμμα;

Τα ψέματα και οι αλήθειες για το χρέος

Τα ψέματα και οι αλήθειες για το χρέος, του Δημήτρη Καζάκη

 Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη, Οικονομολόγου Αναλυτή για την εφημερίδα «Το Ποντίκι», 25/03/2010

Η χρεοκοπία της χώρας είναι δεδομένη. Όχι γιατί την επιδιώκουν κάποιοι καταχθόνιοι και σκοτεινοί κερδοσκόποι, αλλά γιατί το κράτος και η οικονομία της χώρας δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της εξυπηρέτησης των δανείων. Αυτή είναι η αλήθεια που κρύβεται συστηματικά από τον ελληνικό λαό.

Ο κ. Παπανδρέου μιλώντας στη 8η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ στις 20/3, διαβεβαίωνε: «Να είναι όλοι βέβαιοι, να είναι ακόμα πιο βέβαιοι οι διάφοροι καλοθελητές, που καθημερινά διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για τη χώρα μας, με προφανείς σκοπιμότητες: Η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπήσει. Δεν θα την αφήσουμε να χρεοκοπήσει.» Η δήλωση αυτή μοιάζει εξαιρετικά με μια άλλη ιστορική δήλωση, του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, διαβεβαίωνε κι αυτός: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπική διαβεβαίωσιν, ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσουμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επακολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως.»
Την εποχή εκείνη είχαν ανακαλύψει μια άλλη νομισματική πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, την οποία αντί για ευρώ ονόμαζαν χρυσή δραχμή. Για να στηριχθεί το «ισχυρό νόμισμα» της Ελλάδας που ήταν κλειδωμένο με την χρυσή Αγγλική λίρα, ξεπουλήθηκε κυριολεκτικά το σύμπαν. Όλες οι υποδομές της χώρας δόθηκαν σε ξένες εταιρείες (Ούλεν, Πάουερς, κλπ.) ενώ η χρυσή δραχμή χρηματοδοτήθηκε αδρά με πληθώρα δανείων.
Για να στηριχθεί η χρυσή δραχμή και το πρόγραμμα δημόσιου δανεισμού εφαρμόστηκε σκληρή λιτότητα με την κατάργηση κάθε κοινωνικής δαπάνης. Η μόνη κοινωνική πρόνοια που απέμεινε στη χώρα ήταν τα λαχεία και τα λαϊκά συσσίτια των φιλανθρωπικών σωματείων. Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευαν καθημερινά δεκάδες θανάτους από την πείνα. Το κράτος προκειμένου να συνεχίσει τη στήριξη της χρυσής δραχμής και να πληρώνει τα τοκοχρεωλύσια των δανείων του, έκλεινε τα δημόσια σχολεία, δημοτικά και γυμνάσια και απέλυε δασκάλους και καθηγητές. Το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων κλήθηκε να καταβάλει με τη βία έως και το 50% των αποδοχών του. Πολλοί απ’ αυτούς απολύθηκαν. Απαγορεύτηκε ο συνδικαλισμός στους δημοσίους υπαλλήλους και οι απεργίες στους εργάτες, ενώ οι διαδηλώσεις κηρύχθηκαν παράνομες.
Η Ελλάδα είχε τεθεί υπό διπλή κηδεμονία, όχι μόνο του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε εγκατασταθεί ήδη από το 1898, ως αποτέλεσμα της χρεωκοπίας επί Τρικούπη το 1893 και του ελληνοτουρκικού πολέμου της ντροπής του 1897, αλλά και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα των δανειστών της χώρας, απαιτούσε να χυθεί αίμα. Οι κυβερνήσεις της χώρας, ως τυφλά και πειθήνια όργανα της κηδεμονίας, εκτελούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο τις έξωθεν εντολές. Το αποτέλεσμα μπορεί εύκολα να το φανταστεί κανείς. Λίγους μόνο μήνες μετά από τη διαβεβαίωση του Βενιζέλου η χρυσή δραχμή συντρίφτηκε και η χώρα κήρυξε επίσημα την χρεωκοπία της λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών της. Με το χρεωστάσιο η χώρα παραδόθηκε στο έλεος των δανειστών της. Προκειμένου αυτοί να πάρουν τα λεφτά τους έφεραν ξανά στη χώρα το βασιλιά, που είχε εκδιωχθεί το 1922 και βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος για το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.
Όπως σήμερα, έτσι και τότε, οι λόγοι που οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες έφεραν την ευθύνη για τη χρεωκοπία της χώρας, επικαλούνταν για να δικαιολογηθούν την «ατάσθαλον οικονομικήν πολιτικήν» του κράτους. Κι όπως σήμερα με το ευρώ, έτσι και τότε, κάθε σκέψη για εγκατάλειψη της χρυσής δραχμής ισοδυναμούσε με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Μόνο που οι σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί ήρθαν από την προσπάθεια διάσωσης του «ισχυρού νομίσματος». Προκειμένου λοιπόν να διασωθεί το «ισχυρό νόμισμα» ας πέθαινε η χώρα και ο λαός της.
Μάλιστα, μέχρι και ειδικό ταμείο ιδρύθηκε το 1930 για την στήριξη της δραχμής, ανάλογο με αυτό του κ. Πετσάλνικου σήμερα. Το ταμείο αυτό οργάνωνε δεξιώσεις στα καλά σαλόνια των Αθηνών και καλούσε τις κυρίες του καλού κόσμου να δώσουν κοσμήματα και ότι άλλο πολύτιμο είχαν «δια την εθνικήν υπόθεσιν». Η εξέλιξη ήταν προβλέψιμη. Κάποιοι αετονύχηδες καταχράστηκαν το ταμείο, λίγο πριν κηρυχθεί το επίσημο χρεωστάσιο και κατέφυγαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να ζήσουν τη ζωή τους εις υγείαν των κορόιδων.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Ένα παρόμοιο σκηνικό βλέπουμε να στήνεται και σήμερα προκειμένου να παραδοθεί η χώρα και ο λαός της στο έλεος των δανειστών και των αγορών. Οι ίδιες λογικές, οι ίδιες δικαιολογίες, οι ίδιες πρακτικές, τα ίδια αποτελέσματα. Τι συνέβη όμως και βρεθήκαμε ξανά σαν χώρα σε κατάσταση χρεωκοπίας; Ο πίνακας που παραθέτουμε είναι αποκαλυπτικός. Σύμφωνα μ’ αυτόν οι πληρωμές για τα δάνεια που έχουν συνάψει οι κυβερνήσεις της χώρας εκτινάχθηκαν από 23,8 δις ευρώ το 2000 στα 84,2 δις ευρώ το 2009. Δηλαδή από το 17,4% του ΑΕΠ της χώρας το 2000, στο 35% του ΑΕΠ το 2009! Μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος η οικονομία της χώρας; Και βέβαια όχι. Εδώ βρίσκεται το όλο πρόβλημα. Όταν η χώρα έχει φτάσει να ξοδεύει το 140% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού σε εξυπηρέτηση του δανεισμού της, είναι προφανές ότι βρίσκεται σε κατάσταση χρεωκοπίας, είτε το θέλει, είτε δεν το θέλει, είτε το γνωρίζει, είτε όχι.
Που οφείλεται αυτός ο δανεισμός; Η συνηθισμένη δικαιολογία είναι το σπάταλο κράτος. Από τον πίνακα όμως βλέπουμε ότι η συμμετοχή των κρατικών ελλειμμάτων στο δημόσιο δανεισμό είναι ασήμαντη. Την τελευταία δεκαετία το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε συνολικά σε εξυπηρέτηση δανείων πάνω από 450 δις ευρώ και δανείστηκε εκ νέου σχεδόν 486 δις ευρώ. Απ’ αυτόν τον νέο δανεισμό μόλις το 3,1% κατά μέσο όρο πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα τα υπόλοιπα πήγαν στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.
Ακόμη και για το 2009, όπου το δημόσιο έλλειμμα έφτασε τα 17,1 δις, ο νέος δανεισμός του δημοσίου ξεπέρασε συνολικά τα 85,2 δις ευρώ. Με άλλα λόγια το δημόσιο έλλειμμα συνέβαλε στο νέο δανεισμό του δημοσίου μόνο κατά 20%. Επομένως, προς τι τα μέτρα και η λιτότητα για να περιοριστεί το δημόσιο έλλειμμα; Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν περιορισθεί το δημόσιο έλλειμμα, όσο κι αν σφίξουν το ζωνάρι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσο κι αν περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες, όσους φόρους κι αν μαζέψουν οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους, δεν πρόκειται να αναχαιτισθεί το δημόσιο χρέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις το δημόσιο χρέος της χώρας θα εκτιναχθεί έως το 2012 στα 350 δις ευρώ, δηλαδή στο 135% του ΑΕΠ. Πράγμα που σημαίνει ότι η ετήσια εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει το 40% του ΑΕΠ. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι όλα τα μέτρα της κυβέρνησης θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Πράγμα φυσικά πολύ αμφίβολο.
Γιατί η κυβέρνηση που διαρρηγνύει υποκριτικά τα ιμάτιά της για τους μισθούς και τις συντάξεις που πληρώνει το δημόσιο, δεν λέει κουβέντα για τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές της; Για λόγους σύγκρισης και μόνο, αξίζει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των αμοιβών και συντάξεων που πληρώνει το κράτος στους δημόσιους υπαλλήλους ανήλθε το 2009 στα 25,5 δις ευρώ, δηλαδή στο 10,6% του ΑΕΠ της χώρας. Ολόκληρο το ποσό αυτό φτάνει μόλις στο 31% του συνόλου των εξόδων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού τον ίδιο χρόνο. Τι περιμένει λοιπόν να αποκομίσει η κυβέρνηση από τη λιτότητα, εκτός από την εξουθένωση των εργαζομένων και της κοινωνίας;

Προς τα πού βαδίζουμε;

Για να καταλάβουμε τι σημαίνει η επιβάρυνση από την εξυπηρέτηση του χρέους και πόσο ανατροφοδοτεί την έξαρση του δημόσιου χρέους, αρκεί να πούμε το εξής: Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του πάνω από 450 δις ευρώ. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία σχεδόν κατά 155 δις ευρώ! Ενώ τα επόμενα δύο χρόνια, με τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να πληρώσει συνολικά πάνω από 180 δις ευρώ για εξυπηρέτηση ενός διαρκώς αυξανόμενου χρέους. Πώς είναι δυνατό να συνεχιστεί αυτή αιμορραγία χωρίς να οδηγηθεί η χώρα στη διάλυση και η κοινωνία στην απόλυτη ανέχεια;
Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δανεισμού και δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή που της έχουν εφαρμόσει οι δανειστές της με την συνεπικουρία της ΕΕ. Όσο για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς τα ελλείμματα στην παραγωγή, το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και την τεράστια διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 2009 (με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΝΤ) έχουν βγει από την Ελλάδα πάνω από 200 δις δολ. που έχουν τοποθετηθεί σε κάθε είδους κερδοσκοπία (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) του εξωτερικού! Ποιοι τα έβγαλαν από την Ελλάδα; Οι δημόσιοι υπάλληλοι; Κι από πού βγήκαν αυτά; Προφανώς από τη λεηλασία της χώρας, από τα υπερκέρδη των μονοπωλίων, των καρτέλ και των τραστ, που φρόντισαν να διογκώσουν με τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των ανοιχτών αγορών και της απορρύθμισης όλες οι κυβερνήσεις.
Μάλιστα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στα τέλη του 2009 υπήρχαν ως καταθέσεις κατοίκων της Ελλάδας σε τράπεζες του εξωτερικού 15 δις ευρώ. Αναλογικά με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με τις περισσότερες καταθέσεις κατοίκων της σε τράπεζες του εξωτερικού. Οι ιδιοκτήτες αυτών των λογαριασμών δεν είναι περισσότεροι από 3.000. Αν είχαμε την ευκαιρία να ακτινοσκοπήσουμε τους λογαριασμούς αυτούς θα ανακαλύπταμε την αφρόκρεμα του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας. Πρόκειται για μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που δεν της καίγεται καρφί για το τι θα απογίνει η χώρα.
Όταν μιλάμε για κέρδη και υπερκέρδη, αρκεί να πούμε ότι σύμφωνα με τους National Accounts της Eurostat, σε κάθε 1000 ευρώ νέα προϊόντα και υπηρεσίες (δηλαδή προστιθέμενη αξία) που παρήγαγε ετήσια η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, τα 560 ευρώ μετατράπηκαν σε επιχειρηματικό κέρδος και μόλις τα 350 σε αποζημίωση των εργαζομένων. Στην ΕΕ η αντίστοιχη κατανομή είναι 360 υπέρ του επιχειρηματικού κέρδους και 550 υπέρ της εργασίας! Η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση μέσα στην ΕΕ ως προς το μερίδιο του προϊόντος της που νέμεται το επιχειρηματικό κέρδος, το οποίο το 2008 (για το οποίο διαθέτουμε στοιχεία) έφτασε στο ύψος ρεκόρ του 59,5%. Πίσω της ακολουθεί η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ιρλανδία, κοκ.
Το ελληνικό κράτος υπήρξε εξ ιδρύσεώς του σπάταλο, διεφθαρμένο και βαθύτατα παρασιτικό. Κι αυτό γιατί οικοδομήθηκε για να εξυπηρετήσει μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία το αξιοποίησε για να λεηλατήσει τη χώρα και το λαό της. Ο δανεισμός ήταν εξυπαρχής ένας από τους πιο προσοδοφόρους τρόπους για να χρηματοδοτηθεί αυτή η λεηλασία. Έτσι προέκυψαν και οι απανωτές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους. Υπολογίζεται ότι από τα 170 χρόνια του επίσημου ελληνικού κράτους έως το τέλος του 20ου αιώνα, η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση πτώχευσης στα 50 από αυτά. Η τελευταία επίσημη πτώχευση ήταν αυτή του 1932. Και τότε ο λαός ήξερε πολύ καλά ότι οι κυβερνήτες της χώρας που την οδήγησαν στην χρεωκοπία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα σώμα πολιτικών «επαγγελματιών επιδιωκόντων ατομικά συμφέροντα και εξαγοραζομένων υπό των διαφόρων αναδόχων εταιριών, της δωροδοκίας διενεργουμένης δια του εις το Χρηματιστήριον διεξαγομένου παιγνιδίου, όπερ πράκτορες καθωδήγουν εκ των διαδρόμων της βουλής», όπως έγραφε εκείνη την εποχή ο επιφανής ιστορικός Π. Καρολίδης.
Σήμερα βαδίζουμε ολοταχώς προς μια νέα επίσημη πτώχευση. Κι αυτό γιατί φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση της χώρας, όπως έγινε και σε ανάλογες εποχές παλιότερα, να αμφισβητήσει την εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές και τις διεθνείς αγορές. Φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση να προτάξει το συμφέρον της χώρας και του λαού της, έναντι των συμφερόντων των αγορών, των τραπεζών και των ισχυρών της ΕΕ. Κι έτσι όλοι μαζί έχουν δρομολογήσει για τη χώρα μια ακόμη καταστροφική πτώχευση. Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι το πώς θα τεθεί η χώρα υπό κηδεμονία προκειμένου οι διεθνείς τοκογλύφοι και οι αγορές να κατασχέσουν και να δημεύσουν ότι μπορούν. Οι συζητήσεις στην ΕΕ, οι κινήσεις της κυβέρνησης και τα πακέτα των μέτρων, αφορούν στην προετοιμασία του εδάφους και στην τελική μορφή που θα πάρει η επίσημη μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό θα γίνει υπό την κηδεμονία της ΕΕ, του ΔΝΤ, ή ενός συνδυασμού και των δυό; Θα γίνει με το ευρώ, με την επιστροφή σ’ ένα ελεγχόμενο και πληθωριστικό εθνικό νόμισμα, ή με την επιβολή διπλού νομίσματος; Όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες που υπηρετούν την ίδια βασική κατεύθυνση, την ίδια πορεία προς την επίσημη πτώχευση και δήμευση της χώρας.

Τα ψέματα και οι αλήθειες για το χρέος, του Δημήτρη Καζάκη

Printer-friendly versionSend to friend
Η χρεοκοπία της χώρας είναι δεδομένη. Όχι γιατί την επιδιώκουν κάποιοι καταχθόνιοι και σκοτεινοί κερδοσκόποι, αλλά γιατί το κράτος και η οικονομία της χώρας δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της εξυπηρέτησης των δανείων. Αυτή είναι η αλήθεια που κρύβεται συστηματικά από τον ελληνικό λαό.
Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη, Οικονομολόγου Αναλυτή για την εφημερίδα «Το Ποντίκι», 25/03/2010

Ο κ. Παπανδρέου μιλώντας στη 8η Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ στις 20/3, διαβεβαίωνε: «Να είναι όλοι βέβαιοι, να είναι ακόμα πιο βέβαιοι οι διάφοροι καλοθελητές, που καθημερινά διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις για τη χώρα μας, με προφανείς σκοπιμότητες: Η Ελλάδα δεν θα χρεοκοπήσει. Δεν θα την αφήσουμε να χρεοκοπήσει.» Η δήλωση αυτή μοιάζει εξαιρετικά με μια άλλη ιστορική δήλωση, του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, διαβεβαίωνε κι αυτός: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπική διαβεβαίωσιν, ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσουμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επακολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως.»
Την εποχή εκείνη είχαν ανακαλύψει μια άλλη νομισματική πανάκεια για τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας, την οποία αντί για ευρώ ονόμαζαν χρυσή δραχμή. Για να στηριχθεί το «ισχυρό νόμισμα» της Ελλάδας που ήταν κλειδωμένο με την χρυσή Αγγλική λίρα, ξεπουλήθηκε κυριολεκτικά το σύμπαν. Όλες οι υποδομές της χώρας δόθηκαν σε ξένες εταιρείες (Ούλεν, Πάουερς, κλπ.) ενώ η χρυσή δραχμή χρηματοδοτήθηκε αδρά με πληθώρα δανείων.
Για να στηριχθεί η χρυσή δραχμή και το πρόγραμμα δημόσιου δανεισμού εφαρμόστηκε σκληρή λιτότητα με την κατάργηση κάθε κοινωνικής δαπάνης. Η μόνη κοινωνική πρόνοια που απέμεινε στη χώρα ήταν τα λαχεία και τα λαϊκά συσσίτια των φιλανθρωπικών σωματείων. Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευαν καθημερινά δεκάδες θανάτους από την πείνα. Το κράτος προκειμένου να συνεχίσει τη στήριξη της χρυσής δραχμής και να πληρώνει τα τοκοχρεωλύσια των δανείων του, έκλεινε τα δημόσια σχολεία, δημοτικά και γυμνάσια και απέλυε δασκάλους και καθηγητές. Το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων κλήθηκε να καταβάλει με τη βία έως και το 50% των αποδοχών του. Πολλοί απ’ αυτούς απολύθηκαν. Απαγορεύτηκε ο συνδικαλισμός στους δημοσίους υπαλλήλους και οι απεργίες στους εργάτες, ενώ οι διαδηλώσεις κηρύχθηκαν παράνομες.
Η Ελλάδα είχε τεθεί υπό διπλή κηδεμονία, όχι μόνο του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που είχε εγκατασταθεί ήδη από το 1898, ως αποτέλεσμα της χρεωκοπίας επί Τρικούπη το 1893 και του ελληνοτουρκικού πολέμου της ντροπής του 1897, αλλά και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα των δανειστών της χώρας, απαιτούσε να χυθεί αίμα. Οι κυβερνήσεις της χώρας, ως τυφλά και πειθήνια όργανα της κηδεμονίας, εκτελούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο τις έξωθεν εντολές. Το αποτέλεσμα μπορεί εύκολα να το φανταστεί κανείς. Λίγους μόνο μήνες μετά από τη διαβεβαίωση του Βενιζέλου η χρυσή δραχμή συντρίφτηκε και η χώρα κήρυξε επίσημα την χρεωκοπία της λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών της. Με το χρεωστάσιο η χώρα παραδόθηκε στο έλεος των δανειστών της. Προκειμένου αυτοί να πάρουν τα λεφτά τους έφεραν ξανά στη χώρα το βασιλιά, που είχε εκδιωχθεί το 1922 και βοήθησαν να ανοίξει ο δρόμος για το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.
Όπως σήμερα, έτσι και τότε, οι λόγοι που οι πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες έφεραν την ευθύνη για τη χρεωκοπία της χώρας, επικαλούνταν για να δικαιολογηθούν την «ατάσθαλον οικονομικήν πολιτικήν» του κράτους. Κι όπως σήμερα με το ευρώ, έτσι και τότε, κάθε σκέψη για εγκατάλειψη της χρυσής δραχμής ισοδυναμούσε με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Μόνο που οι σεισμοί, λιμοί και καταποντισμοί ήρθαν από την προσπάθεια διάσωσης του «ισχυρού νομίσματος». Προκειμένου λοιπόν να διασωθεί το «ισχυρό νόμισμα» ας πέθαινε η χώρα και ο λαός της.
Μάλιστα, μέχρι και ειδικό ταμείο ιδρύθηκε το 1930 για την στήριξη της δραχμής, ανάλογο με αυτό του κ. Πετσάλνικου σήμερα. Το ταμείο αυτό οργάνωνε δεξιώσεις στα καλά σαλόνια των Αθηνών και καλούσε τις κυρίες του καλού κόσμου να δώσουν κοσμήματα και ότι άλλο πολύτιμο είχαν «δια την εθνικήν υπόθεσιν». Η εξέλιξη ήταν προβλέψιμη. Κάποιοι αετονύχηδες καταχράστηκαν το ταμείο, λίγο πριν κηρυχθεί το επίσημο χρεωστάσιο και κατέφυγαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να ζήσουν τη ζωή τους εις υγείαν των κορόιδων.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Ένα παρόμοιο σκηνικό βλέπουμε να στήνεται και σήμερα προκειμένου να παραδοθεί η χώρα και ο λαός της στο έλεος των δανειστών και των αγορών. Οι ίδιες λογικές, οι ίδιες δικαιολογίες, οι ίδιες πρακτικές, τα ίδια αποτελέσματα. Τι συνέβη όμως και βρεθήκαμε ξανά σαν χώρα σε κατάσταση χρεωκοπίας; Ο πίνακας που παραθέτουμε είναι αποκαλυπτικός. Σύμφωνα μ’ αυτόν οι πληρωμές για τα δάνεια που έχουν συνάψει οι κυβερνήσεις της χώρας εκτινάχθηκαν από 23,8 δις ευρώ το 2000 στα 84,2 δις ευρώ το 2009. Δηλαδή από το 17,4% του ΑΕΠ της χώρας το 2000, στο 35% του ΑΕΠ το 2009! Μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος η οικονομία της χώρας; Και βέβαια όχι. Εδώ βρίσκεται το όλο πρόβλημα. Όταν η χώρα έχει φτάσει να ξοδεύει το 140% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού σε εξυπηρέτηση του δανεισμού της, είναι προφανές ότι βρίσκεται σε κατάσταση χρεωκοπίας, είτε το θέλει, είτε δεν το θέλει, είτε το γνωρίζει, είτε όχι.
Που οφείλεται αυτός ο δανεισμός; Η συνηθισμένη δικαιολογία είναι το σπάταλο κράτος. Από τον πίνακα όμως βλέπουμε ότι η συμμετοχή των κρατικών ελλειμμάτων στο δημόσιο δανεισμό είναι ασήμαντη. Την τελευταία δεκαετία το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε συνολικά σε εξυπηρέτηση δανείων πάνω από 450 δις ευρώ και δανείστηκε εκ νέου σχεδόν 486 δις ευρώ. Απ’ αυτόν τον νέο δανεισμό μόλις το 3,1% κατά μέσο όρο πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα τα υπόλοιπα πήγαν στην αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.
Ακόμη και για το 2009, όπου το δημόσιο έλλειμμα έφτασε τα 17,1 δις, ο νέος δανεισμός του δημοσίου ξεπέρασε συνολικά τα 85,2 δις ευρώ. Με άλλα λόγια το δημόσιο έλλειμμα συνέβαλε στο νέο δανεισμό του δημοσίου μόνο κατά 20%. Επομένως, προς τι τα μέτρα και η λιτότητα για να περιοριστεί το δημόσιο έλλειμμα; Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν περιορισθεί το δημόσιο έλλειμμα, όσο κι αν σφίξουν το ζωνάρι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όσο κι αν περιοριστούν οι κρατικές δαπάνες, όσους φόρους κι αν μαζέψουν οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους, δεν πρόκειται να αναχαιτισθεί το δημόσιο χρέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις το δημόσιο χρέος της χώρας θα εκτιναχθεί έως το 2012 στα 350 δις ευρώ, δηλαδή στο 135% του ΑΕΠ. Πράγμα που σημαίνει ότι η ετήσια εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους θα αγγίξει ή και θα ξεπεράσει το 40% του ΑΕΠ. Κι όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι όλα τα μέτρα της κυβέρνησης θα αποδώσουν τα αναμενόμενα. Πράγμα φυσικά πολύ αμφίβολο.
Γιατί η κυβέρνηση που διαρρηγνύει υποκριτικά τα ιμάτιά της για τους μισθούς και τις συντάξεις που πληρώνει το δημόσιο, δεν λέει κουβέντα για τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές της; Για λόγους σύγκρισης και μόνο, αξίζει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των αμοιβών και συντάξεων που πληρώνει το κράτος στους δημόσιους υπαλλήλους ανήλθε το 2009 στα 25,5 δις ευρώ, δηλαδή στο 10,6% του ΑΕΠ της χώρας. Ολόκληρο το ποσό αυτό φτάνει μόλις στο 31% του συνόλου των εξόδων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού τον ίδιο χρόνο. Τι περιμένει λοιπόν να αποκομίσει η κυβέρνηση από τη λιτότητα, εκτός από την εξουθένωση των εργαζομένων και της κοινωνίας;

Προς τα πού βαδίζουμε;

Για να καταλάβουμε τι σημαίνει η επιβάρυνση από την εξυπηρέτηση του χρέους και πόσο ανατροφοδοτεί την έξαρση του δημόσιου χρέους, αρκεί να πούμε το εξής: Την τελευταία δεκαετία (2000-2009) το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε στους δανειστές του πάνω από 450 δις ευρώ. Παρ’ όλα αυτά το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε, αλλά αυξήθηκε την ίδια δεκαετία σχεδόν κατά 155 δις ευρώ! Ενώ τα επόμενα δύο χρόνια, με τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις, το ελληνικό δημόσιο θα κληθεί να πληρώσει συνολικά πάνω από 180 δις ευρώ για εξυπηρέτηση ενός διαρκώς αυξανόμενου χρέους. Πώς είναι δυνατό να συνεχιστεί αυτή αιμορραγία χωρίς να οδηγηθεί η χώρα στη διάλυση και η κοινωνία στην απόλυτη ανέχεια;
Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική, αν δεν αντιμετωπιστεί πρώτα απ’ όλα ο βρόγχος του δανεισμού και δεν ξεφύγει η χώρα από τη θανάσιμη λαβή που της έχουν εφαρμόσει οι δανειστές της με την συνεπικουρία της ΕΕ. Όσο για το ποιος φταίει για την κατάσταση, δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς τα ελλείμματα στην παραγωγή, το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και την τεράστια διαφυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 2009 (με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΔΝΤ) έχουν βγει από την Ελλάδα πάνω από 200 δις δολ. που έχουν τοποθετηθεί σε κάθε είδους κερδοσκοπία (μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) του εξωτερικού! Ποιοι τα έβγαλαν από την Ελλάδα; Οι δημόσιοι υπάλληλοι; Κι από πού βγήκαν αυτά; Προφανώς από τη λεηλασία της χώρας, από τα υπερκέρδη των μονοπωλίων, των καρτέλ και των τραστ, που φρόντισαν να διογκώσουν με τις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων, των ανοιχτών αγορών και της απορρύθμισης όλες οι κυβερνήσεις.
Μάλιστα, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, στα τέλη του 2009 υπήρχαν ως καταθέσεις κατοίκων της Ελλάδας σε τράπεζες του εξωτερικού 15 δις ευρώ. Αναλογικά με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες με τις περισσότερες καταθέσεις κατοίκων της σε τράπεζες του εξωτερικού. Οι ιδιοκτήτες αυτών των λογαριασμών δεν είναι περισσότεροι από 3.000. Αν είχαμε την ευκαιρία να ακτινοσκοπήσουμε τους λογαριασμούς αυτούς θα ανακαλύπταμε την αφρόκρεμα του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου της χώρας. Πρόκειται για μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που δεν της καίγεται καρφί για το τι θα απογίνει η χώρα.
Όταν μιλάμε για κέρδη και υπερκέρδη, αρκεί να πούμε ότι σύμφωνα με τους National Accounts της Eurostat, σε κάθε 1000 ευρώ νέα προϊόντα και υπηρεσίες (δηλαδή προστιθέμενη αξία) που παρήγαγε ετήσια η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία, τα 560 ευρώ μετατράπηκαν σε επιχειρηματικό κέρδος και μόλις τα 350 σε αποζημίωση των εργαζομένων. Στην ΕΕ η αντίστοιχη κατανομή είναι 360 υπέρ του επιχειρηματικού κέρδους και 550 υπέρ της εργασίας! Η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση μέσα στην ΕΕ ως προς το μερίδιο του προϊόντος της που νέμεται το επιχειρηματικό κέρδος, το οποίο το 2008 (για το οποίο διαθέτουμε στοιχεία) έφτασε στο ύψος ρεκόρ του 59,5%. Πίσω της ακολουθεί η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Ιρλανδία, κοκ.
Το ελληνικό κράτος υπήρξε εξ ιδρύσεώς του σπάταλο, διεφθαρμένο και βαθύτατα παρασιτικό. Κι αυτό γιατί οικοδομήθηκε για να εξυπηρετήσει μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία το αξιοποίησε για να λεηλατήσει τη χώρα και το λαό της. Ο δανεισμός ήταν εξυπαρχής ένας από τους πιο προσοδοφόρους τρόπους για να χρηματοδοτηθεί αυτή η λεηλασία. Έτσι προέκυψαν και οι απανωτές χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους. Υπολογίζεται ότι από τα 170 χρόνια του επίσημου ελληνικού κράτους έως το τέλος του 20ου αιώνα, η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση πτώχευσης στα 50 από αυτά. Η τελευταία επίσημη πτώχευση ήταν αυτή του 1932. Και τότε ο λαός ήξερε πολύ καλά ότι οι κυβερνήτες της χώρας που την οδήγησαν στην χρεωκοπία δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα σώμα πολιτικών «επαγγελματιών επιδιωκόντων ατομικά συμφέροντα και εξαγοραζομένων υπό των διαφόρων αναδόχων εταιριών, της δωροδοκίας διενεργουμένης δια του εις το Χρηματιστήριον διεξαγομένου παιγνιδίου, όπερ πράκτορες καθωδήγουν εκ των διαδρόμων της βουλής», όπως έγραφε εκείνη την εποχή ο επιφανής ιστορικός Π. Καρολίδης.
Σήμερα βαδίζουμε ολοταχώς προς μια νέα επίσημη πτώχευση. Κι αυτό γιατί φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση της χώρας, όπως έγινε και σε ανάλογες εποχές παλιότερα, να αμφισβητήσει την εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές και τις διεθνείς αγορές. Φαίνεται αδιανόητο στην κυβέρνηση να προτάξει το συμφέρον της χώρας και του λαού της, έναντι των συμφερόντων των αγορών, των τραπεζών και των ισχυρών της ΕΕ. Κι έτσι όλοι μαζί έχουν δρομολογήσει για τη χώρα μια ακόμη καταστροφική πτώχευση. Το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησης είναι το πώς θα τεθεί η χώρα υπό κηδεμονία προκειμένου οι διεθνείς τοκογλύφοι και οι αγορές να κατασχέσουν και να δημεύσουν ότι μπορούν. Οι συζητήσεις στην ΕΕ, οι κινήσεις της κυβέρνησης και τα πακέτα των μέτρων, αφορούν στην προετοιμασία του εδάφους και στην τελική μορφή που θα πάρει η επίσημη μετατροπή της χώρας σε αποικία του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό θα γίνει υπό την κηδεμονία της ΕΕ, του ΔΝΤ, ή ενός συνδυασμού και των δυό; Θα γίνει με το ευρώ, με την επιστροφή σ’ ένα ελεγχόμενο και πληθωριστικό εθνικό νόμισμα, ή με την επιβολή διπλού νομίσματος; Όλα αυτά δεν είναι παρά λεπτομέρειες που υπηρετούν την ίδια βασική κατεύθυνση, την ίδια πορεία προς την επίσημη πτώχευση και δήμευση της χώρας.

«Τι αίτημα είναι η άρνηση του χρέους;»

«Τι αίτημα είναι η άρνηση του χρέους;», του Δημήτρη Καζάκη


 Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», Σάββατο 19/06/2010

Ο κ. Παπακωνσταντίνου κάλεσε σε τηλεοπτική συνέντευξη του όλους τους δημοσιογράφους και τους σώφρο­νες πολιτικούς όλων των κομμάτων να «εξηγήσουν» στον αφελή λαό τι καταστροφή θα ήταν αν τολμούσε η Ελλάδα να αρνηθεί το χρέος και να φύγει από το ευρώ. Κάποιοι στην Αριστερά φάνηκαν ιδιαιτέ­ρως πρόθυμοι να αναλάβουν τη δουλειά: Η άρνηση του χρέους και η έξοδος από το ευρώ αν δεν είναι «διαχειριστικά αιτήματα», προϋποθέτουν τουλάχιστον επα­νάσταση για να επιβληθούν.


Γι' αυτό κι ο λαός μπορεί ελεύθερα να εξεγείρεται, να κάνει πόλεμο, να κατεβαίνει στους δρόμους και να οργίζεται γι' αυτό που του επιβά­λουν, αρκεί να μην θέτει αιτήματα που ενοχλούν το σύστημα. Ολόκληρος ο μικροαστισμός της γραφειοκρατίας των κομμάτων της Αριστεράς επί σκηνής. Αυτά τα αιτήματα, λένε, είναι πολύ επα­ναστατικά για την υγεία του λαού και της εργατικής τάξης. Λείπουν οι συνθήκες, δεν είναι έτοιμος ο λαός. Και τέλος πάντων, αφήστε πρώτα να έρθει η δευτέρα παρουσία μιας πανευρωπαϊκής αναγέννη­σης, ή έστω κάποιο είδος σοσι­αλισμού και ύστερα βλέπουμε. Τώρα, αν μέχρι τότε ο ελληνικός λαός υποστεί μια από τις χειρό­τερες καταστροφές στην ιστορία του, δεν έχει καμιά σημασία. Οι κύριοι αυτοί είναι αρκετά επανα­στάτες και «διεθνιστές», ώστε να το αντέξουν. Αρκεί να διασωθεί η θεσούλα τους στον κομματικό μηχανισμό, η πολιτική αργομισθία που έχουν εξασφαλίσει και φυσι­κά οι ιδεοληψίες που δικαιώνουν την ύπαρξη τους. Όλα τα άλλα θα τα φορτωθεί ο λαουτζίκος για να μπορούν να του πουν, όπως πάντα, «είδες που είχαμε δίκιο, ο καπιταλισμός είναι πολύ κακό πράγμα!».

Από αίτημα της ανερχόμενης φιλελεύθερης αστικής τάξης...
Ας τους βγάλουμε από την αγωνία τους. Τα αιτήματα της άρνησης της πληρωμής του χρέους και η έξοδος από το ευρώ δεν είναι ούτε επαναστατικά, ούτε σοσιαλιστικά μέτρα. Είναι βαθιά δημοκρατικά αιτήματα από τη σκοπιά του λαού και της εργατικής τάξης. Ειδικά η άρνηση του χρέους, που ορισμέ­νοι στην Αριστερά κάνουν σαν να το ακούν για πρώτη φορά, κατάγεται από τις μεγάλες αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα. «Η Ιακωβίνικη κυβέρνηση του 1793 υιοθέτησε τη θέση ότι ένας ελεύθερος λαός δεν χρειάζεται να πληρώσει τα χρέη που ένας "τύραννος" (...)έχει συσσωρεύσει», έγραφε ο Καρλ Σμιτ. Έτσι για πρώτη φορά η ελευθερία και η κυριαρχία ενός λαού συνδέθηκε με την ακύρω­ση και διαγραφή των χρεών των «τυραννικών καθεστώτων» που ανατρέπει η δημοκρατία.
Οι νεοσύστατες ΗΠΑ πάτησαν στα πόδια τους διαγράφοντας τα χρέη τους προς τους Βρετανούς. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Τόμας Τζέφερσον απαντούσε σ' όσους έτρεμαν την ιδέα της διαγραφής του χρέους ως εξής: «Δεν ανήκω σ' εκείνους που φοβούνται το λαό. Αυτός και όχι οι πλούσιοι αποτε­λούν την εγγύηση μας για διαρκή ελευθερία. Και για να προστατεύ­σουμε την ανεξαρτησία του δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στους κυβερνώντες να μας φορτώσουν με διαρκές χρέος... Αν βρεθούμε σε κατάσταση τέτοιου χρέους ώστε να αναγκαστούμε να φορολογηθούμε για ό,τι τρώμε και πίνουμε, για τα αναγκαία και τις ανέσεις μας, για τις εργασίες και τις διασκεδά­σεις μας... όπως συμβαίνει με το λαό της Αγγλίας, τότε και ο λαός μας θα χρειαστεί να δουλεύει 16 ώρες από τις 24 και να δίνει ό,τι κερδίζει από τις 15 ώρες στην κυ­βέρνηση για τα χρέη της και τις καθημερινές δαπάνες της... Τότε όμως δεν θα έχουμε χρόνο για να σκεφτούμε και κανένα μέσο για να εγκαλέσουμε αυτούς που μας κυβερνάνε άσχημα. Δεν θα έχουμε καμιά άλλη επιλογή από το να εκ-μιοθώνουμε τους εαυτούς μας οε εκείνους που το μόνο που θέλουν είναι να μας κρατάνε δεμένους... έως ότου ο κύριος όγκος της κοινωνίας καταλήξει να είναι ένα απλό αυτόματο μιζέριας δίχως καμιά άλλη αίσθηση εκτός από το να αμαρτάνει και να υποφέρει».
Ήταν τόσο φυσιο­λογικό το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών από την ανερχόμενη φιλε­λεύθερη αστική τάξη, που ο Φράνσις Γουόκερ, ένας από τους πατέρες της δημόσιας οικονομικής τον 19ο αιώνα, έγραφε: «Κανένα μεγάλο εθνικό χρέος δεν πληρώθηκε ποτέ, ούτε αντιμετωπίστηκε με κάποιον άλλο τρόπο, εκτός από την άρνηση της αποπληρωμής του». Κι αυτό γιατί, «η οικονομία του εθνικού χρέους, κάτω από το υπάρχον χρη­ματοπιστωτικό σύστημα, οδηγεί πάντα στην εξαθλίωση των πα­ραγωγικών τάξεων. Ολόκληρη η επίδραση πάνω τους είναι κατα­πιεστική . Τους στερεί κάθε δυνα­τότητα έντιμης ανταμοιβής, μέσα από ένα ψεύτικο χρήμα, το οποίο τους ληστεύει ένα μεγάλο μέρος από τους ονομαστικούς μισθούς τους. Τους επιβάλει, μέσα από την έμμεση φορολογία, ένα εντελώς άδικο ποσοστό των δημόσιων βαρών και στην πράξη είναι ένας τεράστι­ος μηχανισμός για την καταπίεση και την υποβάθμιση τους, έστω κι αν δεν είναι εκ προθέσεως».

...αίτημα της εργατικής τάξης
Καθώς η αστική τάξη σταθεροποι­ούνταν στην εξουσία και λίγο αργό­τερα η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου την μετάλλασσε σε μια βαθιά αντιδραστική τάξη, ξέχασε ότι η διαγραφή των χρεών υπήρξε η ιδρυτική πράξη της δημοκρατίας της. Οι εκπρόσωποι της ανέλαβαν να την εξορκίσουν δια παντός από την πολιτική και οικο­νομική φιλολογία. Όμως, από την επο­χή της «Συνωμοσίας των Ίσων», ήταν η εργατική τάξη εκεί­νη που υιοθέτησε τα ριζοσπαστικά αιτήματα της αστι­κής δημοκρατίας. Το ίδιο συνέβη και με το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών, που ιδίως μετά τις επαναστάσεις του 1848 διαχώριζε το εργατικό κίνημα από τους αστούς και μικροαστούς δημοκράτες που ζητούσαν απλά ρύθμιση των χρεών. Από τότε δεν υπήρξε εργατικό κίνημα και κόμμα που να μην υιοθέτησε στο πρόγραμ­μά του το αίτημα της διαγραφής των κρατικών χρεών, όχι από τ δική του μελλοντική εξουσία; αλλά ως άμεση διεκδίκηση στην πάλη του για την κατάκτηση της δημοκρατίας.
Το 1914 ξέσπασε ο Πρώτος Πα­γκόσμιος Πόλεμος. Η επίσημη δι­εθνής εργατική σοσιαλδημοκρατία τρομοκρατημένη από τη δύναμη που φαινόταν να έχει το σύστημα, αλλά και την αδυναμία των εργα­τικών και λαϊκών κινημάτων να αντιταχθούν και να σταματήσουν τη σφαγή, κατέληξε στο συμπέ­ρασμα ότι το πρωτεύον δεν είναι η οργάνωση της μαζικής πάλης ενάντια στον πόλεμο, αλλά η διά­σωση των κομμάτων τους. Λίγοι διαφώνησαν με αυτή την λογική και τη θεώρησαν ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης. Μια μικρή ομάδα διεθνιστών επαναστατών, εν μέσω ενός άγριου μακελειού, με την πλειοψηφία της εργαηκής τάξης και λαού στις εμπόλεμες χώρες να έχει υποταχθεί στον κάλπικο πατριωτισμό των ιμπεριαλιστών, μαζεύτηκαν στην Ελβετική πόλη του Τσίμερβαλντ τον Σεπτέμβρη του 1915. Είχαν προηγηθεί εντατικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις, που παρ όλες τις διαφορές τους είχαν συμφωνήσει στην ανάγκη να προτάξουν ένα «δημοκρατικό πρόγραμμα» ενάντια στον πόλεμο. Ο Λένιν επέμενε: «Σαν θετικό σύνθημα που τραβάει τις μάζες στον επαναστατικό αγών και εξηγεί την ανάγκη των επαναστατικών μέτρων για "δημοκρατική" ειρήνη θα πρέπει να ριχτεί το σύνθημα: άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών». Κι έτσι έγινε. Η ασήμαντη, για την πανίσχυρη ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας, διεθνής Αριστερά του Τσίμερβαλντ περιέλαβε στα συνθήματα της και την «άρνηση πληρωμής των δημόσιων χρεών» ως μέσο για το τράβηγμα στην επαναστατική πάλη των πολύ πλατιών μαζών.

Πολύ πιο πίσω οι ηγεσίες της Αριστεράς
Σήμερα, οι ηγεσίες της Αριστεράς, είτε του μανιοκαταθλιπτικού ευ ρωπαϊσμού, είτε της δήθεν ταξικής καθαρότητας, είναι πολύ πιο πίσω ακόμη και από τους εκπροσώπους της παλιάς φιλελεύθερης αστικής τάξης. Το βασικό τους πρόβλημα είναι ότι έχουν παραιτηθεί από την πάλη για την κατάκτηση της δημο­κρατίας. Γι' αυτό και αδυνατούν να κατανοήσουν αιτήματα σαν την άρνηση του χρέους και την έξοδο από το ευρώ. Τα θεωρούν ανέφικτα, όσο ανέφικτη θεωρούν και την ίδια τη δημοκρατία για το λαό και την εργατική τάξη. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να παρακάμψει την πάλη για τη δημοκρατία σήμερα, για να βρεθεί πιο γρήγορα στο σοσιαλισμό, ή στην όποια δική του ουτοπία, προσπαθεί να κρύψει το γεγονός ότι αρνείται τη δημοκρατία και σήμερα και αύριο. Ότι θεωρεί τη δημοκρατία σήμερα ανέφικτη και αύριο περιττή. Είτε μιλάει εξ ονόματος της «Ευρώπης», είτε της «Λαϊκής Εξουσίας». Γι' αυτόν, όποιο καθεστώς κι αν υπάρχει είναι το ίδιο, αρκεί να τον ανέχεται. Είτε η χώρα βρίσκεται υποτελής και υπό καθεστώς αποικίας της Ε. Ε. και του ΔΝΤ, είτε όχι. Μόνο που η πράξη λέει ότι όποιος δεν ξέρει| ή αρνείται να παλέψει για τη δη­μοκρατία σήμερα, δηλαδή για τη λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία, τότε η επίκληση του σοσιαλισμού ή του όποιου «οράματος» είναι απλό πρόσχη­μα. Οποιος αδιαφορεί για το τι καθεστώς επιβάλλεται στη χώρα του σήμερα, είναι σίγουρο ότι με τον ίδιο τρόπο θα αδιαφορήσει για το τι καθεστώς θα επιβληθεί αύριο, ό,τι φερετζέ κι αν του φορέσει. Κι ο νοών νοείτω...