Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω ἰσχυρὰν δεξιὰν καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω πλεξίδα τῶν τυράννων δολιοφρόνων . . . . καίω τῆς δεισιδαιμονίας τὸ βαρὺ βάκτρον. [Ἀν. Κάλβος]


******************************************************
****************************************************************************************************************************************
****************************************************************************************************************************************

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.

ΑΙΘΗΡ ΜΕΝ ΨΥΧΑΣ ΥΠΕΔΕΞΑΤΟ… 810 σελίδες, μεγέθους Α4.
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

****************************************************************************************************************************************

TO SALUTO LA ROMANA

TO SALUTO  LA ROMANA
ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
****************************************************************************************************************************************

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ

ΕΥΡΗΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗΝ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΟΣΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΝ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΑΤΑΚΛΥΣΜΙΑΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΟΜΜΙΟΠΟΙΗΜΕΝΟΥ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ! ΙΔΕ:
Οι γίγαντες της Αιγύπτου – Ανήκε κάποτε το δάχτυλο αυτό σε ένα «μυθικό» γίγαντα
=============================================

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

.

.
κλικ στην εικόνα

26 Φεβρουαρίου 2012

Η αλήθεια για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο


Οι Ορυκτοί Πόροι της Ελλάδος και η αποπληρωμή του χρέους!

[Ανανίας Τσιραμπίδης,  Ανέστης Φιλιππίδης,  Καθηγητές Τομέα Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας, Τμήμα Γεωλογίας, ΑΠΘ]

 Η Ελλάδα, σε σχέ­ση με πολ­λές άλ­λες χώρες α­νά­λο­γης έ­κτα­σης, θε­ω­ρεί­ται πο­λύ προ­νο­μι­ού­χα για τον ο­ρυ­κτό πλού­το που δι­α­θέ­τει. Με­γά­λη ποι­κι­λί­α, κυ­ρί­ως βι­ο­μη­χα­νι­κών και μεταλλικών ο­ρυ­κτών, αλ­λά και ε­νερ­γεια­κών ορυκτών πρώτων υλών ό­πως οι λι­γνί­τες, βρί­σκον­ται στο υ­πέ­δα­φός της. Η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί πρώτες θέσεις παγκοσμίως στην παραγωγή και στις εξαγωγές του μαγνησίτη, μπεντονίτη, περλίτη, κίσσηρης και χουντίτη. Επενδύσεις σε εξοπλισμό υψηλής παραγωγικότητας και χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας για την παραγωγή προϊόντων υψηλής αξίας με καλύτερες ιδιότητες, θεωρούνται προαπαιτούμενα για μεγαλύτερη ανάπτυξη των εξορυκτικών επιχειρήσεων στο μέλλον.

Με αύξηση της γεωλογικής βεβαιότητας οι ορυκτοί πόροι είναι δυνατό να χαρακτηριστούν ως υποθετικοί ή ενδεικτικοί ή μετρημένοι, ενώ τα ορυκτά αποθέματα ως πιθανά ή βέβαια. Σύμφωνα με τον κώδικα PERC (Pan-European Reserves and Resources Reporting Committee) από το 2008 ισχύουν συγκεκριμένες και αυστηρές προδιαγραφές για τη μετακίνηση από μία κατηγορία αποθεμάτων σε άλλη. Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη η αξιοπιστία και ο εξοπλισμός του φορέα που εκτελεί την έρευνα, καθώς και η μελέτη βιωσιμότητας της πιθανής επένδυσης. Επομένως, για να χαρακτηριστούν πιθανά ή βέβαια τα αποθέματα ενός ορυκτού πόρου πρέπει να υπάρχουν όχι μόνο μετρημένα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, αλλά και μελέτες εκμεταλλευσιμότητας και βιωσιμότητας αυτών των αποθεμάτων σε χρόνο συγκεκριμένο.

Tα πιθανά και βέβαια αποθέματα των περισσότερων από τους ορυκτούς πόρους της Ελλάδος είναι άγνωστα, αφού απουσιάζουν οι λεπτομερείς έρευνες (π.χ. γεωτρήσεις, μετρήσεις, αναλύσεις κ.ά.). Η συνολική αξία των αποθεμάτων, κατά την εκτίμησή μας είναι περίπου 1,5 τρισεκ. € και είναι τετραπλάσια του συνολικού χρέους της (360 δισεκ. €). Επομένως, σε χρονικό ορίζοντα μόλις 20 ετών τα έσοδα της Ελλάδος μόνον από την ορθολογιστική εκμετάλλευση αυτών των πόρων μπορούν να το αποσβέσουν πλήρως. Το συμπέρασμά μας ενισχύεται και από το ότι η τιμή ενός επεξεργασμένου ορυκτού πόρου ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις και το 20πλάσιο της τιμής του ακατέργαστου. Έτσι, καθετοποιημένες μονάδες εξόρυξης και επεξεργασίας, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα παραγωγής τελικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα συμβάλλουν πολύ πιο σύντομα στην εξάλειψη αυτού του χρέους και επομένως στη ραγδαία ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας.
  • Η συνολική αξία των ενδεικτικών αποθεμάτων των Βιομηχανικών Ορυκτών & Πετρωμάτων είναι 60 δισεκ. €. 
  • Η συνολική αξία των ενδεικτικών αποθεμάτων των Μεταλλικών Ορυκτών είναι 72 δισεκ. €. 
  • Η συνολική αξία των ενδεικτικών αποθεμάτων των Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών είναι 1.362 δισεκ. € από τα οποία τα 268 δισεκ. € ανήκουν στους λιγνίτες τους οποίους εκμεταλλευόμαστε εδώ και δεκαετίες για την παραγωγή αποκλειστικά ηλεκτρικής ενέργειας. 
  • Τα υποθετικά αποθέματα πετρελαίου είναι 10 δισεκ. βαρέλια με τρέχουσα αξία 685 δισεκ. € και τα αντίστοιχα του φυσικού αερίου 3,5 τρισεκ. m3 με τρέχουσα αξία 409 δισεκ. €. 
Ουσιαστική συμβολή στη μείωση του δημόσιου χρέους θα συμβεί με την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Ελλάδος σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους των ΗΠΑ, της Γερμανίας και άλλων «δανείων δυνάμεων», για πολλές δεκαετίες, με αντάλλαγμα την προείσπραξη μέρους των προσδοκώμενων εσόδων.------------------------------------------

Η αλήθεια για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο (I)

[του Πέτρου Τζεφέρη, δρ. μηχανικού μεταλλείων] [by Dr Tzeferis Peter]

Τα έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλές φορές, τόσο από σχετικούς με το αντικείμενο όσο και από ασχέτους που απλώς γοητεύονται από τα χρυσοφόρα ταξίδια στα ..έγκατα της γης.

 Η Ελλαδίτσα μας διαθέτει Ορυκτό Πλούτο. Με βάση τα αποθέματα και το μεταλλικό περιεχόμενο σε βασικά και πολύτιμα μέταλλα (χρυσό, άργυρο, χαλκό, μόλυβδο και ψευδάργυρο, νικέλιο κλπ.) η Χώρα μας είναι από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης και μπορεί με την αξιοποίηση των κοιτασμάτων αυτών να δημιουργήσει θέσεις εργασίας άμεσης απασχόλησης για την ανάπτυξη της χώρας.

Στην Ευρώπη, χρειαζόμαστε ετησίως περισσότερους από 3 δις τόνους Ορυκτές Πρώτες Ύλες από τις οποίες η ΕΕ εισάγει το 70% !. Παρά τη σημερινή οικονομική ύφεση, η ζήτηση για τα ορυκτά προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα 5-10 χρόνια, ακόμη και με αυξημένα επίπεδα της ανακύκλωσης. Υπ' αυτές τις συνθήκες η ελλάδα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια "παραγωγική νησίδα" μέσα στην ΕΕ στον τομέα ορυκτού πλούτου.
Κι ακόμη στην Ελλάδα απαντώνται και ορυκτά από εκείνα (14 τον αριθμό) που θεωρούνται κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία: είναι το Αντιμόνιο (Sb), τα Πλατινοειδή μέταλλα (PGE), οι Σπάνιες γαίες (REE), τα Ga (Γάλλιο) - Ge (Γερμάνιο) - In (Ίνδιο) αλλά και ο Γραφίτης.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε και πολλά ακόμη για το σημαντικό και πολυποίκιλο αποθεματικό δυναμικό που παραδοσιακά διαθέτει η Ελλάδα. Σε μεταλλικά ορυκτά με ειδικό στρατηγικό ενδιαφέρον για τον τόπο μας (πχ. βωξίτης-αλουμίνιο, λατερίτης-νικέλιο κλπ), βιομηχανικά ορυκτά και μάρμαρα με παγκόσμιες περγαμηνές (πχ. περλίτης, χουντίτης, ατταπουλγίτης, λευκόλιθος-μαγνησία, άστριος, κλπ) και σημαντικές περιβαλλοντικές χρήσεις (διατομίτης, ζεόλιθος, μπεντονίτης, αμφιβολίτης, ελαφρόπετρα κλπ), αδρανή δομικά, πολλά υποσχόμενο γεωθερμικό δυναμικό, πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε χερσαίους ή και υποθαλάσσιους ορίζοντες κλπ.

Τα δισεκατομμύρια πλέον σφυρίζουν «επικίνδυνα» γύρω μας σχετικά με την ορυκτή μας παρακαταθήκη! Στα 28 δισ. ευρώ αποτιμάται από το ΙΓΜΕ το μεταλλευτικό απόθεμα σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους στο υπέδαφος της Ελλάδας. Στα 30 δις. εκτιμήθηκε η ίδια αξία σε πρόσφατο άρθρο του προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) ενώ η εκτίμηση αυτή «ξεπέρασε» τα 40 δισ. ευρώ σε επίσης πρόσφατες δηλώσεις εκπροσώπων του ΥΠΕΚΑ στον τύπο αλλά και σε ημερίδα στο τμήμα Μηχ. ΟΠ της Κρήτης. Από αυτά τα 27,6 δισ. ευρω είναι εκείνα των μεταλλικών ορυκτών που προαναφέρθηκαν (εκ των οποίων τα 18 δισ. πιστώνονται στα χρυσοφόρα κοιτάσματα) και που εκτείνονται κυρίως σε διάφορες περιοχές της Κεντρικής-Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σε 10 δισ. ευρώ υπολογίζεται η αξία των ορυκτών που αξιολογήθηκαν μέχρι τώρα από το ΥΠΕΚΑ, σε μια πραγματικά αξιόλογη προσπάθεια καταγραφής και αξιολόγησης του συνόλου των 100 δημόσιων μεταλλευτικών χώρων για τους οποίους υπάρχουν κοιτασματολογικά δεδομένα, μια προσπάθεια όμως που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και δεκαετίες. Επτά (7) από τους χώρους αυτούς, ανακοίνωσε, ότι επιδιώκει να εκμισθώσει το ΥΠΕΚΑ με άμεσους διεθνείς διαγωνισμούς.

Αν συμπεριληφθούν και τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και πετρελαίων τα παραπάνω νούμερα ωχριούν. Ξεκινούν από 1,5 ή και 2 τρις ευρω ποσό στο οποίο εκτιμώνται τα ορυκτά μας αποθέματα από ομάδα γεωλόγων καθηγητών για να φτάσουν πάνω από 200 ή και 300 τρις, όπως ισχυρίστηκε μετά βεβαιότητας (!!) έλληνας δημοσιογράφος (από το Σύδνεϋ) απαντώντας μάλιστα σε δημόσια διαβούλευση για την εθνική μεταλλευτική πολιτική, χωρίς φυσικά (!) να αποκαλύπτει τις πηγές του!

Δεν φτάνουν όμως μόνο τα κοιτάσματα και τα δις/τρις εκατομμύρια κάτω από τη γη μας ή τη θάλασσά μας, αγαπητοί φίλοι.

Καταρχήν, στις αποτιμήσεις που γίνονται σε χρηματική αξία πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθόσον η μεταλλευτική εκτιμητική είναι μια εξειδικευμένη επιστήμη. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι αξίες που φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα, στην περίπτωση που αποτελούν αποτέλεσμα υπολογισμού και όχι απλό αποκύημα της φαντασίας, δεν είναι παρά (απλή) εκτίμηση της περιεχόμενης στα κοιτάσματα συνολικής μεταλλικής αξίας με βάση τις τρέχουσες χρηματιστηριακές τιμές των μετάλλων. Δεν έχουν δηλ. υπολογισθεί σε αυτήν ούτε τα ενδεχόμενα σφάλματα στην αποτίμηση των αποθεμάτων, ούτε εκείνα που αφορούν την εκτίμηση των οικονομικά εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων όταν επιλεγεί κι εφαρμοστεί συγκεκριμένη μέθοδος εκμετάλλευσης για συγκεκριμένο κοίτασμα, ούτε οι απώλειες επεξεργασίας του μεταλλεύματος (εμπλουτισμού, μεταλλουργίας κλπ.) με σκοπό την ανάκτηση συγκεκριμένου προϊόντος.

Για παράδειγμα, ο περίφημος χουντίτης/υδρομαγνησίτης στα Λεύκαρα Κοζάνης, ακατέργαστος έχει αξία 30-40 ευρώ ενώ κατεργασμένος με πολλές χρήσεις ως πληρωτική ή χρωστική ύλη, 300 ευρώ. Και από τα δύο όμως νούμερα πρέπει να αφαιρεθούν τα κόστη εξόρυξης και επεξεργασίας αντίστοιχα.

Επιπλέον, δεν έχουν συνυπολογιστεί τα «σκιώδη» κόστη που αφορούν την αποκατάσταση περιβάλλοντος και την φάση του κλεισίματος αλλά και τα αντισταθμιστικά οφέλη προς τις τοπικές κοινωνίες, κοινωνίες στα μάτια των οποίων η συγκεκριμένη δραστηριότητα έχει αφεθεί να απαξιωθεί επί δεκαετίες.

Κι ακόμη σε όλους τους παραπάνω υπολογισμούς γίνεται ένα λογικό άλμα, προεξοφλούμε δηλαδή ότι θα καθετοποιήσουμε την παραγωγή και θα έχουμε τελικά προϊόντα με την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Αυτό μπορεί να είναι το δέον γενέσθαι δεν αποτελεί όμως το σύνηθες. Ο βωξίτης, για παράδειγμα, και οι πάνω από 2 εκατ. τον. που εξορύσσονται ετησίως, στην μεγαλύτερη βωξιτοπαραγωγό χώρα της ΕΕ, δεν οδηγούνται όλοι στην καθετοποιημένη παραγωγή αλουμινίου αλλά πάνω από 800 χιλ. εξάγονται αυτούσιοι χωρίς επεξεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και στα περισσότερα βιομηχανικά ορυκτά και φυσικά στο λιγνίτη που ούτως ή άλλως οδηγείται στους ΘΗΣ της ΔΕΗ ΑΕ και δεν τιμολογείται.

Αρα, εν κατακλείδι, μιλάμε για υπερεκτιμήσεις (αν ληφθεί υπόψιν και το υπερδεκαετές ραλι των μετάλλων στα διεθνή χρηματιστήρια) που όμως διατηρούν την αξία τους, τηρουμένων των συνθηκών που προαναφέραμε.

Ευτυχώς, στην περίπτωση της γεωθερμίας, ελλείψει περιεχομένου μετάλλου, έχει αποφευχθεί η προσπάθεια αποτύπωσης της προσδοκώμενης αξίας του ενεργειακού ρευστού πριν την αξιοποίησή του. Τέλος, στα κοιτάσματα πετρελαίου-φυσικού αερίου τα προβλήματα εκτίμησης είναι ακόμη δυσκολότερα, ελλείψει ερευνητικών δεδομένων, διότι το ελληνικό υπέδαφος χαρακτηρίζεται ως ανεξερεύνητο (terra incognita!), στο οποίο έχουν γίνει συνολικά ελάχιστες γεωτρήσεις (180 περίπου αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο στην Αλβανία έχουμε πάνω από 2.500) ενώ οι σεισμικές έρευνες που κι αυτές μόνο για το Ιόνιο έχουν προκηρυχθεί, δεν επιτρέπουν ασφαλείς εκτιμήσεις.

Η αλήθεια για τον Ελληνικό Ορυκτό Πλούτο (II)

Κι ακόμη το βασικότερο, δεν φτάνουν μόνο τα in situ κοιτάσματα και οι εκτιμήσεις για την αξία τους. Θα πρέπει να προσδιορισθούν και να ιεραρχηθούν οι στρατηγικές επιλογές για το μέλλον, να οριοθετηθεί και να χαραχθεί ο «οδικός χάρτης» βέλτιστης αξιοποίησης και βιώσιμης εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων. Κοντολογίς, είναι απαραίτητο εκτός από τα κοιτάσματα, να έχουμε και σχέδιο για τα κοιτάσματα από την φάση της έρευνας μέχρι τη φάση της αποκατάστασης.

Χρειαζόμαστε Εθνική Πολιτική, μια σταθερή στους στόχους της (αλλά συγχρόνως ανατροφοδοτούμενη) πολιτική που θα διασφαλίζει διαχρονικά τον εφοδιασμό της κοινωνίας μας με ορυκτούς πόρους. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η Ελλάδα στον τομέα και που έχουν απαξιωθεί σημαντικά έως ανεπανόρθωτα. Θα πρέπει να εναρμονίζεται με άλλες τομεακές πολιτικές, να συμφωνεί εμπράκτως με τις περιβαλλοντικές επιταγές και τις βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και να συνυπολογίζει τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς ανταγωνισμού. Και πολλά άλλα που απαιτούν λύσεις, αν ήθελε αποφασιστεί κεντρικά ή μεταλλευτική ανάπτυξη του τόπου.

Για παράδειγμα, πώς νομίζετε ότι η Κίνα κατάφερε μέσα σε μια 30ετία να γίνει η «silicon valley» των σπάνιων γαιών; Και να μην διαθέτει μόνο το μονοπώλιο της παραγωγής (πάνω από 90%) αλλά πλέον και της κατανάλωσης των κατεργασμένων προϊόντων (σχεδόν 70%) αφού ολες οι hi-tech εταιρείες «υποχρεώνονται» να εγκαταστήσουν εργοστάσια επεξεργασίας σπανίων γαιών στην Κίνα: Όχι φυσικά μόνο με ένα απλό γεωπολιτικό παιχνίδι, αλλά με μια μακροπρόθεσμη βιομηχανική πολιτική, σκληρή και σε ορισμένες περιπτώσεις περιβαλλοντικά απορριπτέα και ανάλγητη. Με μια διαχρονική τακτική ελέγχου των εισαγωγών/εξαγωγών μέσω φορολογικών (αντι)κινήτρων και παράλληλα με την παντοιοτρόπως ενθάρρυνση της εγκατάστασης μονάδων χημικής επεξεργασίας των σπάνιων γαιών εντός της Κίνας παρότι αυτές δεν χαρακτηρίζονται από περιβαλλοντική ασφάλεια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι θέλουμε μια τέτοια μακιαβελική και ανάλγητη για το περιβάλλον πολιτική για τους δικούς μας ορυκτούς πόρους. Εντούτοις, στον τόπο μας δυστυχώς δεν έχουμε κατανοήσει διαχρονικά ούτε το αυτονόητο, ότι δηλ. όταν διαθέτεις κοιτάσματα πρέπει να ενδιαφερθείς γι’ αυτά, να χρησιμοποιήσεις επωφελώς και ποικιλοτρόπως αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα!

Εχουμε κοιτάσματα, αλλά μας λείπει ο στρατηγικός σχεδιασμός και το ευέλικτο νομοθετικό πλαίσιο για την βιώσιμη αξιοποίησή τους αλλά και η πειθώ απέναντι στις (τοπικές) κοινωνίες ότι θα τηρηθούν οι τεχνικές και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις. Εχουμε κοιτάσματα αλλά δεν στέλνουμε το σωστό μήνυμα στους σωστούς αποδέκτες με αποτέλεσμα να υφίσταται διάχυτη η αντίληψη ότι «καλύτερα να τα αφήσουμε θαμμένα στο υπέδαφος αν πρόκειται να μην ωφεληθούμε από αυτά ως πολίτες και ως πολιτεία αλλά αντίθετα να βλάψουμε το περιβάλλον μας από την εξόρυξη και επεξεργασία τους»

Εχουμε, για παράδειγμα, κοιτάσματα λιγνίτη, δεν διαθέτουμε όμως ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα βέλτιστης αξιοποίησής τους (έστω σταδιακής απεξάρτησης από αυτούς) με σαφείς περιβαλλοντικούς κανόνες που θα μας επιτρέπουν να μην “κρύβουμε” την ύπαρξή τους, όπως κάνουν ορισμένοι πολιτικοί μας που τους έχουν πλήρως εξαφανίσει από τις ατζέντες τους φοβούμενοι μην τους καταλογίσει κανείς περιβαλλοντική άγνοια ή αδιαφορία για το global warming. Γιατί , αλήθεια, το CCS θεωρήθηκε ως μη ώριμη τεχνολογία και δεν προωθήθηκε στον τόπο μας ούτε σε ερευνητικό ούτε σε πιλοτικό επίπεδο;

Διαθέτουμε κοιτάσματα πολυτίμων μετάλλων αλλά δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να καταδείξουμε ότι η στάθμιση κόστους-οφέλους για την εξόρυξη κι επεξεργασία τους μπορεί να αποβαίνει τελικά θετική για τον πολίτη και τις τοπικές κοινωνίες με αποτέλεσμα η όποια σχετική αναπτυξιακή πρωτοβουλία να βρίσκεται διαρκώς υπό τον έλεγχο του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, ενός δικαστηρίου που έχει αναπτύξει νομολογία περί «φειδωλής εξόρυξης»!

Εχουμε ασβεστολιθικά αδρανή εξαιρετική ποιότητας και ποσότητας, εντούτοις, δεν έχουμε καταφέρει (27 χρόνια μετά τον Ν.1428/84) να τα χωροθετήσουμε σωστά εντός θεσμοθετημένων «λατομικών περιοχών» και επιπλέον τα αδειοδοτούμε με τέτοιον τρόπο ώστε ένα μεγάλο μέρος από αυτά να λειτουργούν με υπο-παραθυράκια του νόμου.

Διαθέτουμε υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου αλλά δεν έχουμε θεσμοθετήσει ΑΟΖ για να τα εκμεταλλευτούμε! Διαθέτουμε αξιοζήλευτο γεωθερμικό δυναμικό, αλλά δεν έχουμε πλέον στελεχωμένη Γεωλογική Υπηρεσία (ΙΓΜΕ) για να το ερευνήσει περαιτέρω, οπότε αναγκαστικά εκχωρούμε με διαγωνισμούς τόσο το δικαίωμα έρευνας όσο και το δικαίωμα εκμετάλλευσής του. Κι ακόμη υπάρχουν κοιτάσματα που δεν έχουμε ακόμη …ανακαλύψει, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε διασφαλίσει ούτε πόρους για την έρευνα, ούτε τους ερευνητικούς φορείς ούτε το πλαίσιο της έρευνας σε σχέση με ανταγωνιστικές χρήσεις γης ώστε τα νέα κοιτάσματα να χωροθετηθούν ισότιμα με τη ήδη υπάρχοντα.

Γιατί αλήθεια δεν παράγουμε ανοξείδωτο χάλυβα στον τόπο μας από εγχώριες πηγές, ενώ διαθέτουμε τους πρωτογενείς πόρους για την παραγωγή του; Γιατί δεν παράγουμε πλέον σιδηροχρώμιο στον τόπο μας; Γιατί κάθε χρόνο αναρωτιόμαστε αν θα συνεχίσουμε να παράγουμε και σιδηρονικέλιο; Γιατί η ΕΛΣΙ δεν υπάρχει πλέον και η ΛΑΡΚΟ φυτοζωεί παρά το υπερδεκαετές χρηματιστηριακό ράλυ του νικελίου; Γιατί, αλήθεια, δεν έχουμε καμία υδρομεταλλουργία στον τόπο μας όταν ειδικοί επιστήμονες τη θεωρούν ως το μέλλον της μεταλλουργίας, επειδή μπορεί να επεξεργαστεί τα πολύ φτωχά μεταλλεύματα και να δώσει λύσεις σε ειδικά προβλήματα; Γιατί, δεν έχουμε μεταλλουργία χρυσού ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε μία από τις μεγαλύτερες χρυσοπαραγωγούς χώρες της Ευρώπης; Γιατί ο τομέας της ανακύκλωσης και της αξιοποίησης των εξορυκτικών ή μεταλλουργικών αποβλήτων δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία;

Ο τομέας του ορυκτού πλούτου, ήταν έναν από τα πρώτα θύματα, του ελληνικού μεταπολιτευτικού «παραγωγικού» μοντέλου που ακολουθήθηκε και που στηρίχτηκε κυρίως σε μεταπρατικές δραστηριότητες και σε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα. Μία αρκετά ελπιδοφόρα εξορυκτική παραγωγή, με ρίζες στον Μεσοπόλεμο και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, καταδικάστηκε σε σταδιακή απαξίωση και υποκαταστάθηκε από έναν κύκλο επιχειρηματιών, που δυσκολεύονται να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό.

Το αναπτυξιακό αυτό μοντέλο χρεωκόπησε και πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό και δεν στηρίξουμε πραγματικά τον κλάδο, τότε τα δισεκατομμύρια θα παραμείνουν για πάντα θαμμένα in situ. Η για την περίπτωση των offshore κοιτασμάτων ενδεχομένως να περάσουν και στα χέρια ξένων αν δεν φροντίσουμε να υπερασπιστούμε δεόντως την διασφάλιση των οικονομικών μας συμφερόντων (ΑΟΖ κλπ) στην περιοχή.

Οχι με γενικές αναφορές σε χορό δις. και τρις. που φωλιάζουν στα έγκατα της γης, όχι μόνο με ημερίδες, όχι με εκπτώσεις στον τομέα του περιβάλλοντος και της ασφάλειας, αλλά με συγκεκριμένα μέτρα τόσο θεσμικά όσο και οικονομικά που θα έχουν μετρήσιμους, ρεαλιστικούς και χρονικά προσδιορισμένους στόχους και θα διαμορφώσουν επενδυτικό κλίμα στον τομέα. Κι ακόμη θα στηρίξουν πραγματικά τη «διοίκηση» των Ορυκτών Πόρων, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο διοικητικό βάρος (αδειοδότηση και έλεγχος), που αυτή τη στιγμή το υφίστανται κυριολεκτικά καμιά εικοσαριά άνθρωποι που εξυπηρετούν τον τομέα σε κεντρικό επίπεδο!
[Petros Tzeferis][Πέτρος Τζεφέρης]
-----------------------------------------------------

Tο παρόν και το μέλλον της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας

 Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος μαζί με τις μεταλλουργίες που καθετοποιούν ελληνικής παραγωγής μεταλλεύματα αποτελεί σημαντικό τομέα οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος τροφοδοτεί με πρώτες ύλες σημαντικούς για την οικονομία κλάδους, όπως η παραγωγή ενέργειας, η τσιμεντοβιομηχανία, οι κατασκευές, η μεταλλουργία, η βιομηχανία των οικοδομικών υλικών κ.ά.

Παράλληλα, έχει έντονο εξωστρεφή χαρακτήρα, αφού οι εξαγωγές του αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65-70% των πωλήσεών του, κατέχοντας ηγετικές θέσεις στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά, ενώ η μεγάλη εμπειρία και η προηγμένη τεχνολογία των ελληνικών μεταλλευτικών – εξορυκτικών επιχειρήσεων έχει οδηγήσει αρκετές από αυτές στην επέκταση της παραγωγικής τους δραστηριότητας και εκτός Ελλάδος, από Αμερική μέχρι Ασία.

Η Ελληνική Μεταλλεία, χάρη στη σημαντική δραστηριότητα που έχει αναπτύξει σε σχέση με το μέγεθος και την οικονομία της χώρας, έχει κερδίσει διεθνή και ευρωπαϊκή αναγνώριση και έχει κατορθώσει να έχει ισχυρή παρουσία και επιρροή στους συνδέσμους του κλάδου, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ενδεικτικά το σύνολο των πωλήσεων των προϊόντων της εξορυκτικής βιομηχανίας και των βασικών μεταλλουργιών της χώρας, που καθετοποιούν ελληνικής παραγωγής μεταλλεύματα εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, η εξορυκτική βιομηχανία αναπτύσσεται, κατά κανόνα στην περιφέρεια, παράγοντας προστιθέμενη αξία σε δύσκολες και απομακρυσμένες περιοχές, χωρίς ανάλογο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό το οποίο το αναδεικνύει και το εξελίσσει, εκεί όπου η φύση έχει δημιουργήσει-χωροθετήσει τα κοιτάσματα ή τα πετρώματά της, αξιοποιώντας έτσι τον ελληνικό ορυκτό πλούτο.

Με τις προσπάθειες αυτές, ενάμιση αιώνα τώρα, από το ξεκίνημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, ο φυσικός γεωλογικός πλούτος της χώρας μετατρέπεται σε οικονομικό πλούτο πολύτιμο για την εθνική οικονομία, την πρόοδο της Περιφέρειας και τη διασφάλιση βασικών υλικών πόρων και εθνικών εσόδων για την ελληνική κοινωνία.

Σ΄ ότι αφορά στο βασικό θέμα της απασχόλησης, δεδομένου ότι κατά μέσο όρο κάθε μία θέση εργασίας στον μεταλλευτικό κλάδο υποστηρίζει - τροφοδοτεί περί τις 4 θέσεις εκτός αυτού (τριτογενής τομέας), η κοινωνική και αναπτυξιακή προσφορά των μεταλλευτικών έργων καθίσταται πρωταρχικής σημασίας για τη χώρα, ειδικά για τις περιοχές της περιφέρειας όπου δραστηριοποιούνται ως επί το πλείστον οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις.

Αν σε αυτά προστεθεί και η συμβολή των μονάδων παραγωγής προϊόντων προστιθέμενης αξίας από την εσωτερική βιομηχανική επεξεργασία εγχώριων εξορυγμένων υλικών (πχ. παραγωγή αλουμινίου από βωξίτη, νικελίου από λατερίτη, τσιμέντου από ασβεστόλιθο κτλ) τότε η θέση του μεταλλευτικού κλάδου κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για το σύνολο της βιομηχανικής βάσης της χώρας και της εθνικής της οικονομίας.

Ενδεικτικά, το σύνολο των απασχολούμενων του κλάδου στην περιφέρεια ανέρχεται σε 22.000 εργαζόμενους, ενώ από τη δραστηριότητα αυτή εξαρτώνται πλέον των 90.000 άλλων θέσεων εργασίας που εξυπηρετούν ή σχετίζονται με διάφορους τρόπους με τις εξορυκτικές εργασίες.

Δυστυχώς, η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τα μεγέθη του κλάδου. Για πρώτη φορά, μετά από μια μεγάλη περίοδο θετικών ρυθμών ανάπτυξης, το 2009, ο τομέας παρουσίασε σημαντική κάμψη σε όλα τα μεγέθη, ακολουθώντας την σημαντική πτώση στη ζήτηση αλλά και τις τιμές των πρώτων υλών στους κλάδους της χαλυβουργίας, των κατασκευών, της οικοδομής, του τσιμέντου και του σκυροδέματος. Στα προϊόντα του κλάδου υπήρξε πτώση παραγωγής και αξίας πωλήσεων που κυμάνθηκε από 20-30% και σε ορισμένες περιπτώσεις 50% και πλέον, κάτω από τα αποτελέσματα του 2008.
Εντός του 2009, οι βασικές μεταλλουργίες παραγωγής πρωτόχυτων Αl και Ni μείωσαν την παραγωγή τους κατά 18% και 50% αντίστοιχα, συμπαρασύροντας πτωτικά την εγχώρια παραγωγή βωξίτη (10%) και σιδηρονικελιούχων μεταλλευμάτων (38%). Ειδικά για το νικέλιο (Νi), η παραγωγική συρρίκνωση έφθασε στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο των 8269 tn (πτώση 50,3% σε σχέση με το 2008), κυρίως λόγω μείωσης της ζήτησης σε ανοξείδωτο χάλυβα αλλά και της σφράγισης ορισμένων ηλεκτροκαμίνων το φθινόπωρο του 2009.

Για το 2010 ήδη εμφανίστηκαν προοπτικές ανάκαμψης του κλάδου διεθνώς λόγω της κλιμακούμενης αύξησης (20-30% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα) στη ζήτηση των πρώτων υλών, γεγονός που πιστεύουμε ότι θα έχει σύντομα θετική επίπτωση και στην εγχώρια αγορά. Mάλιστα τα προϊόντα των ελληνικών εταιριών που διοχετεύονται στις διεθνείς αγορές έχουν ήδη ανακάμψει ενώ αυτά που απευθύντοναι στην εγχώρια αγορά (αδρανή, μάρμαρα κλπ) δυστυχώς αντιμετωπίζουν την πολύ μικρή ζήτηση και τα γνωστά προβλήματα του τόπου μας.

Η παρούσα ύφεση μπορεί -υπό προϋποθέσεις- να εκληφθεί ως αναπτυξιακή πρόκληση κι ευκαιρία για την ελληνική μεταλλευτική/μεταλλουργική βιομηχανία, η οποία θα πρέπει να επανακαθορίσει τη στρατηγική αλλά και τις τακτικές της, εντός των πλαισίων του «οδικού χάρτη» της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τις πρώτες ύλες (RMI). Χρειαζόμαστε μια καθαρή, δομημένη μεταλλευτική πολιτική που να ισορροπεί ευσταθώς την ανάγκη για το περιβάλλον αλλά και την αναγκαιότητα στην πρόσβαση των πρώτων υλών.
[του Πέτρου Τζεφέρη]
-------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου